Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Πολιτιστικά > Ελληνική παράδοση & Λαογραφία
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #16  
Παλιά 03-07-13, 10:15
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Η συνέντευξη εκφράζει απόλυτα την Κοτοπούλη, πολύ δεικτική και απόλυτη.

Στην δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου, πήγε για εξετάσεις μια νεαρή κοπέλα. Η Κοτοπούλη της είπε : «Εσύ κοπέλα μου, δεν έχει ίχνος ταλέντου».

Την κοπέλα την έλεγαν Αλίκη Βουγιουκλάκη.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην Xenios για αυτό το μήνυμα:
justin (04-07-13)
  #17  
Παλιά 04-07-13, 10:24
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Όταν η Αθήνα ξεροτηγανίζεται όλοι σπεύδουν … εις Γλυφάς Αύγουστος 1935.

Με την σπαρταριστή πένα του Αλέκου Σακελλάριου παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα στην κοσμική παραλία.



«– Ιψήθηκα! φωνάζει η κώνα-Βικτώρια. Καλέ, εμείς τσι Σμύρνη δεν είχαμε νοιώσει τέτοιες κάψες...

– Αμάν! ωρύεται ο κυρ-Αγαθοκλής, τι είναι αυτό, βρε αδερφέ; Καήκαμε!

»Ωχ, αποδώ, βαχ αποκεί... Και με το δίκηο τους. Δεν είναι ζέστη αυτή, είναι φούρνος, κόλασις, καμίνι...

»Τ’ ακρογιάλια του Σαρωνικού είναι στις δόξες τους. Όλος ο κόσμος εκεί μαζεύεται... Όχι βέβαια τόσο για δροσιά. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο. Αν ο κ. Ανεξίμανδρος πάη για να δροσισθή, η δις Λιλή πάει για να δείξη το μαγιώ της (τελευταίο μοντέλο, βλέπεις!). Η δις Σουζού πάει για να δείξη αυτά που ακριβώς προσπαθεί –πλην όμως ματαίως!- να κρύψη το φουκαριάρικο το μαγιώ. Η Λουλού πάει για γαμπρό, ο γαμπρός για προίκα και ούτω κάθ’ εξής.



»Η εκκίνησις, το Σαββατόβραδο, γίνεται πανηγυρικώς. Κάθε μέσον συγκοινωνίας επιστρατεύεται.

»Η κυρά Βικτώρια, τη βοηθεία της θυγατρός της, Μαρίτσας, φορτώνει το κάρρο που θα τους φέρη εκ Ποδονυφτίου εις Γλυφάς! – Καλέ Μαρίτσααα! – Κεσκ βουβουλέ, μαμά; – Καλέ, επήρες το καρπούζι; – Βουίς. – Βουή στ’ αυτιά σου, μωρή σακαφιόρα, δεν το είδγες που είναι στη μεγάλη την κόφα;

»Στη Γλυφάδα όμως τα πράμματα αλλάζουν.

»Το κάρρο αράζει σε μια απόκρυφη γωνιά, ώστε να μην είναι ορατόν διά γυμνού οφθαλμού. Η Μαρίτσα γίνεται Μαρί. Μαγιό “ντερνιέρ κρι”, όπως λέει. Εκτός αυτού, διά συχνών ηλιοθεραπειών στην ταράτσα του σπιτιού της, έχει αποκτήσει το πολυπόθητον Ζοζεφίνειον χρώμα. Άρα έχει όλα τα προσόντα που πρέπει να έχη μια “καθώς πρέπει” δεσποινίς στην Πλαζ.

»Απομακρύνεται λίαν διακριτικώς από την βαρελοειδή μαμά της – που εκείνη την ώρα φτιάχνη τον κότσο της κι’ ετοιμάζεται να βουτήξη στη θάλασσα με το κόκκινο κομπιναιζόν της... γραμμή για τα μπαιν-μιξτ.



»Στην πλαζ, η Μαρί αποκτά θαυμαστάς.

»Ακούει μάλιστα και τέσσερες εν όλω ντεκλαρασιόν, εκ των οποίων αι δύο εις την γαλλικήν παρακαλώ!

»Η Μαρίτσα δίνει την καρδιά της και εις τους δύο που μεταχειρίσθηκαν την γαλλικήν. Αυτοί, πάλι, την μοιράζονται όπως θα μοιράζονταν και ένα αραποσίταρο.

»Ο ένας ευγενέστατα ερωτά τη Μαρί: – Μαμζέλ, βουλεβού ντε Μπακλαβού;

»Τούθοπερ εις την γαλλικήν σημαίνει: – Γουστάρετε μπακλαβαδάκι;

»Η Μαρί το γουστάρει. Διό και παραγγέλλεται. Και κει, στο Ζαχαροπλαστείο, αρχίζει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτησις.

– Κάθεστε “ισί” κοντά, μαμζέλ;

– Ουί, έχω μια βίλλα εδώ παραπάνω.

– Α, τρε μπιεν... – Εσύ, “σερί”, πού κάθεσαι;

– Τέρμα Πατησίων, αλλά έχω βλέπετε την κούρσα μου, η οποία με φέρνει στην πλαζ σε πέντε “μινουίτ”!

– Είσθε τρε σαρμάν, αφού έχετε και κούρσα...

»Ξαφνικά όμως, η κυρά-Βικτώρια, που είχε κυριολεκτικώς χάσει τα νερά της, βγαίνει απ’ τη θάλασσα –πέντε αναδυόμενες Αφροδίτες μαζί– με το κόκκινο κομπιναιζόν της κολλημένο εις τας επικινδύνους ανωφερείας και κατωφερείας του σώματός της.

»Βλέπει το θυγάτριόν της εν μέσω των δύο νεαρών και μπήζει τις φωνές.



– Ιβί λωλάδες, ιβί! Καλέ συ, Μαρίτσα, λωλάθηκες; Καλέ, τι ξετσιπωσιές είν’ αυτές... Πού νομίζεις, μωρή, πως βρίσκεσαι; Στο φαρδύ του Αγίου Δημητρίου και σουλατσέρνεις; Πήγαινε, μωρή, στο κάρρο να προσέχης τα πράμματα...

»Οι δυο “τρε σικ” νεαροί, που δεν ήσαν παρά ο Μητσάρας ο μανάβης κι ο Τζιτζιφρίδας ο επιπλοποιός, ανταλλάσσουν βλέμματα γεμάτα απορίαν.

– Ρε συ, την τσούλα! Και μεις την νομίζαμε...

– Τουλάχιστον για βαρωνέσσα...

– Τι τα θες, ρε Τζιτζιφρίδα, το μαγιό κρύβει πολλά... πράμματα. »Κι’ ο Τζιτζιφρίδας συμφωνεί... »Αλλά δεν είναι μόνον αυτή η πλαζ που έχει κοσμικήν κίνησιν. Όλα τ’ ακρογιάλια απ’ την Καστέλλα μέχρι το Σούνιον είναι γεμάτα κόσμο.

»Ο καθ’ ένας ξεροψηνόμενος, ώσπερ κοκορέτσιον, Αθηναίος, αφίνει τα ρούχα του όπου τύχει και βουτάει στη θάλασσα.

» “Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν” για τους πορτοφολάδες, ρολόγια, δαχτυλίδια, πορτοφόλια, μα και κουστούμια ολόκληρα εξαφανίζονται.

– Ρε συ, πού πας το σακκάκι;

– Περίπατο... Μα γιατί ρωτάς, κύριος;

– Είναι δικό μου!...

– Σάμπως τόξερα; Βάζε άλλη φορά την κάρτα σου!»

(Περιοδικό Πάνθεον, Αύγουστος 1935, Αλέκος Σακελλάριος)

Πηγή: www.lifo.gr
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
The Following 2 Users Say Thank You to Xenios For This Useful Post:
justin (04-07-13), Nikoscot (05-08-13)
  #18  
Παλιά 05-07-13, 09:41
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Συνεντεύξεις συνέχεια

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σε μια διαφορετική συνέντευξη



Το 1936, τα «Αθηναϊκά Νέα» έπεισαν εξέχουσες προσωπικότητες εκείνης της εποχής να αυτοσκιαγραφηθούν. Απαντώντας σε πολύ προσωπικού χαρακτήρα ερωτήσεις, οι VIPs της Παλιάς Αθήνας μάς αποκαλύπτουν λεπτομέρειες της καθημερινής τους ζωής, που σίγουρα λείπουν από τις επίσημες βιογραφίες τους.

Ξεκινάμε λοιπόν σήμερα με τον ακαδημαϊκό Γρηγόριο Ξενόπουλο, μια που χρονογράφημά του φιλοξενούμε στα «Αδημοσίευτα Κείμενά» μας.

-Τι γράφετε τώρα κύριε Ξενόπουλε;

-Ένα μυθιστόρημα που σύντομα θα δημοσιευτεί στα «Αθηναϊκά Νέα».

-Έχετε εργασίαν ανέκδοτον;

-Δυο θεατρικά έργα που δεν παίχτηκαν ακόμη. Άλλα που παίχτηκαν αλλά δεν τυπώθηκαν, καθώς και πλήθος διηγήματα, μυθιστορήματα και μελέτες που δημοσιεύτηκαν μόνο σ’εφημερίδες και περιοδικά.

-Πότε πρωτοδημοσιεύσατε έργον σας;

-Το πρώτο βιβλίο μου βγήκε προ 50 ακριβώς ετών. Αυτόν το χειμώνα θα γιορτάσω την φιλολογική μου πεντηκονταετηρίδα -αλλά μόνος μου, δεν θα ενοχλήσω κανένα, μην ανησυχήτε.

-Ποιά ηλικία είχατε τότε;


-Δεκαοκτώ χρόνων.

-Εγνωρίσατε καμμίαν αποτυχίαν;

-Καμμία. Δυο-τρεις αποτυχίες μου, για τον κόσμο, είνε για μένα οι μεγαλύτερές μου επιτυχίες.

-Ποιο από τα έργα σας προτιμάτε;

-Όλα και κανένα.

-Ποιος από τους ποιητάς μας σας αρέσει;

-Σολωμός, Παλαμάς, Καβάφης. Αυτό είνε το Τριμόρφι. Μα και πολλοί άλλοι μου αρέσουν.

-Ποιος πεζογράφος μας;

-Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου που μου αρέσει πολύ και σαν ποιητής.

-Ποιος ξένος ποιητής;

-Δεν έχω ξεχωριστή προτίμησι για έναν.

-Ποιος ξένος πεζογράφος;

-Ο Ντοστογιέφσκι.

-Ποιο από όλα τα βιβλία προτιμάτε;

-Την «Ιλιάδα» του Ομήρου και μεταφρασμένη από τον Πάλλη.

-Τι διαβάζετε τώρα;

-Θεωρώ χρέος μου τον λίγο καιρό που μου αφήνει η εργασία και η ηλικία, να τον διαθέτω διαβάζοντας νεοελληνικά.

-Ποια είνε η μεγαλειτέρα σας ευχαρίστησις;

-Να γράφω.

-Τι σας δυσαρεστεί ιδιαιτέρως;

-Η βλακεία που περνά για εξυπνάδα κι’ οι τενεκέδες που ποζάρουν για μεγαλοφυίες.

-Ποιο φαγητό προτιμάτε;

-Συναγρίδα μαγιονέζα. Όρνιθα πιλάφι αλά μιλαναίζα.

-Τι φαγητό δεν σας αρέσει;

-Κανένα. Μόνο ό,τι θα έτρωγα δυο-τρεις ημέρες κατά συνέχεια.

-Τρώτε πολύ;

-Μάλλον πολύ, αλλά δεν αποφαίνεται γιατί η κυριώτερή μου τροφή είνε τέσσερα φλιτζάνια γάλα την ημέρα. Τι να φάω ύστερα στο τραπέζι;

-Τι πίνετε;

-Μόνο νερό. Όλα τα άλλα εκτάκτως και σπανίως.

-Καπνίζετε;

-Ένα πακέτο Ντάμες την ημέρα με ειδικές χάρτινες πίπες, που άμα τις τελειώση ο καπνοπώλης μου (μου φυλάει ακόμα λίγες) μου φαίνεται πως θα το κόψω.

-Πόσες ώρες εργάζεσθε;

-Εξαρτάται. Πότε λιγώτερες από δέκα και περισσότερες από δεκατρείς την ημέρα.

-Ποια είνε η καλλίτερη στιγμή της ημέρας σας;

-Το πρωί όταν πίνω το γάλα μου με χτυπητό αυγό και καπνίζω το πρώτο μου τσιγάρο. Μα και τη νύχτα όταν τελειώνω την εργασία μου και πέφτω στο κρεββάτι μου.

-Πόσες ώρες κοιμάσθε;

-Από τις 3 μετά τα μεσάνυχτα (συνήθως) ως τις 9 το πρωί, και το απόγευμα 4-6 (γιατί τρώγω πολύ αργά).

-Τι ώρα ξυπνάτε το πρωί;

-Στις 9 καθώς είπα, αλλά κι’ αργότερα, αν χρειασθή ν’ αγρυπνήσω πέραν των τριών.

-Σας αρέσει ο περίπατος;

-Πολύ, πολύ, πολύ! Αλλά δυστυχώς δεν μου μένει πια καιρός για περίπατο παρά σπανίως.

-Τι ιδέα έχετε για τα σπορ;

-Ότι η μετρία χρήσις ωφελεί κι’ η κατάχρηση καταστρέφει. Τι τα θέλετε! Είμαι υγιής όσο λίγοι και ποτέ στη ζωή μου δεν έκαμα σπορ.

-Γυμνάζεσθε καθόλου;

-Ούτε όταν ήμουν παιδί στο σχολείο.

-Πηγαίνετε στο θέατρο;

-Ευτυχώς ή δυστυχώς είνε η δουλειά μου.

-Ποιος Έλλην θεατρικός συγγραφεύς σας αρέσει;

-Ο Σπύρος Μελάς.

-Ποία καλλιτέχνις μας;

-Μπορώ να εκφράσω προτίμηση; Αλλοίμονό μου!

-Τι ιδέα έχετε για την επιθεώρησι;

-Καμμία. Έχω και τριάντα χρόνια να ιδώ τέτοιο πράμμα.


-Πηγαίνετε στον κινηματογράφο;

-Στην αρχή της εφευρέσεως πήγαινα κάπου-κάπου. Τώρα σχεδόν καθόλου. Δεν μ’ αρέσει!

-Ποιος αστήρ σας αρέσει;

-Μια φορά μου άρεσε πολύ η Μπερτίνι. Τις νεώτερες δεν τις παρακολούθησα.

-Σας αρέσουν τα ταξείδια;

-Πολύ λίγο ταξείδεψα στη ζωή μου.

-Ποιο μέρος αγαπάτε πολύ;

-Την Αθήνα.

-Σας αρέσει η μουσική;

-Τρελλαίνουμαι! Και μια από τις λύπες μου είνε που τώρα δεν ευκαιρώ ν’ ακούω πολύ.

-Ποιόν συνθέτη προτιμάτε;

-Απ’ τους δικούς μας τον Καλομοίρη.

-Ποιος ζωγράφος σας αρέσει;

-Απ’ τους δικούς μας ο Παρθένης.

-Σε ποιο λουλούδι έχετε αδυναμία;

-Να βλέπω κόκκινους κρίνους, να μυρίζω απριλιάτικο φρέσκο τριαντάφυλλο.

-Ποιο χρώμα σας αρέσει;

-Το γαλάζιο, το χρυσογάλαζο, το μπλε-σαξ.

-Τι αγαπάτε περισσότερο στο κόσμο;

-Την ωμορφιά.

-Ποια είνε η αναψυχή σας;

-Ο ρεμβασμός.

-Είσθε προληπτικός;

-Είμαι από αταβισμό. Δεν πιστεύω στις προλήψεις μα και δεν τολμώ να πάω κόντρα σε μια πρόληψη (π.χ. ν’ αρχίσω κάτι Τρίτη).

-Τι προτιμάτε, τις ξανθές ή τις μελαχροινές γυναίκες;

-Όταν μου άρεσε μια γυναίκα μου άρεσε με το χρώμα της. Μόνο κοκκινομάλα (ρούσσα) δεν θυμάμαι να μου άρεσε ποτέ.

-Τα γαλανά μάτια ή τα μαύρα;

-Η ίδια απάντηση και σ’ αυτό.

-Θα θέλατε να είσθε πλούσιος;

-Όχι. Ήθελα μόνο να κερδίζω λίγο περισσότερα για να με φτάνουν και να μη βρίσκουμαι αιωνίως στενοχωρημένος από λεπτά.

-Κινδύνευσε ποτέ η ζωή σας;

-Ποτέ. Ούτε από αρρώστεια, ούτε από τίποτα άλλο. (Μόνο ίσως από αυτοκίνητα, μ’ αυτά δεν λογαριάζουν πια).

-Έχετε αδυναμία σε κανένα ζώο;

-Διηγήθηκα στ’ «Αθηναϊκά Νέα» την ιστορία της αείμνηστης γάτας μου Χιονίας. Η μόνη της ζωής μου αδυναμία σε ζώο.

-Έχετε καμμία μασκώτ;

-Όχι. Και μου φαίνεται πως δεν είχα ποτέ.

-Έχετε καμμία ιδιαιτέρα επιθυμία τον τελευταίο καιρό;

-Να πεθάνω φυσικά κι’ ανώδυνα όταν δεν θα μπορώ πια να εργάζουμαι και να ζω.

-Δια τις συνεντεύξεις τι ιδέαν έχετε;

-Όταν αποδίδουνται πιστά μπορεί νάχουν κάποια χρησιμότητα.»

Πηγή: paliaathina.com
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην justin για αυτό το μήνυμα:
Xenios (05-07-13)
  #19  
Παλιά 07-07-13, 16:57
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Η ιδεώδης μνηστή.



Η ιδεώδης μνηστή. Προς γνώσιν και προπαντός συμμόρφωση!

Σύμφωνα με έρευνα που έγινε στη Νέα Υόρκη το 1911 και που έσπευσαν να αναμεταδώσουν τα αθηναϊκά φύλλα, η ιδεώδης μνηστή

Οφείλει:

«Να έχει ευθυτενές σώμα
Να είνε καλοκαμωμένη
Να έχει καλήν υγείαν
Να κοιμάται ενωρίς
Να είνε μετριόφρων
Να έχει υψηλά ιδεώδη
Να παρακολουθή τας διαλέξεις
Να αναγιγνώσκη τα καλά βιβλία
Να αγαπά τα σοβαρά θεατρικά έργα
Να θαυμάζη τα μελοδράματα
Να έχει καλούς τρόπους εις την τράπεζαν
Να αποφεύγη τα φλερτ
Να έχει κοινωνικήν φιλοδοξίαν
Να απεχθάνεται τα μάταια καλλωπίσματα
Να είνε οικοκυρά
Να αγαπά τα παιδιά
Να σπουδάζη την φύσιν του συζύγου

***

Δεν οφείλει:
Να περιμένη να αγαπηθή
Να γευματίζη αργά
Να επιζητή τας διασκεδάσεις
Να ενθαρρύνη τας εις ακαταλλήλους ώρας επισκέψεις
Να υποστηρίζει τα άτακτα έργα
Να πίνη και να καπνίζη
Να ευνοή τους ήκιστα αξιοσύστατους άνδρας
Να κοιμάται εις το θέατρον
Να αμελή τα παιδιά
Να είνε αυθάδης προς τους γονείς της
Να μυκτηρίζει τον σύζυγόν της
Να είνε υπερβολικά ποιητής ή καλλιτέχνης
Να αγαπά υπερμέτρως τον αθλητισμό
Να σκέπτεται πάντοτε τας τουαλέττας
Να ενδύεται με εξαιρετικήν επιτήδευσιν
Να είνε άστατος και καγχαστική»

(«Εφημερίς», Αθήναι, Φεβρουάριος 1912)


Πηγή: paliaathina.com
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #20  
Παλιά 08-07-13, 19:38
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Εις τα Χαυτεία



«Δεν ζη κανείς εις τας Αθήνας αν δεν περνά μίαν τουλάχιστον ώραν την ημέραν εις τα Χαυτεία. Είναι πράγματι το κέντρον, η καρδιά των Αθηνών. Εις τ’αρχοντικά σπίτια υπάρχει πάντοτε, παρεκτός των μικρών, των ιδιαιτέρων, ένα μεγάλο σαλόνι, ευθύς μετά την είσοδον, όπου δέχονται αδιακρίτως όλον τον κόσμον. Το Σύνταγμα, τα Δαρδανέλλια, το Ζάππειον, είναι τα ιδιαίτερα σαλόνια των Αθηνών. Τα Χαυτεία είναι το κοινόν, το μεγάλο. Και όταν λέγωμεν Χαυτεία, δεν εννοούμεν πλέον το μικρό εκείνο τμήμα της οδού Πατησίων, το μεταξύ των οδών Σταδίου και Βερανζέρου. Τα σημερινά Χαυτεία, μεγαλωμένα σαν την Ελλάδα, περιλαμβάνουν και την αρχήν της οδού Πανεπιστημίου μέχρι των "Βουστασίων" και του Πανελληνίου και την αρχήν της οδού Σταδίου μέχρι του "Κέντρου" και την πλευράν ακόμη της πλατείας της Ομονοίας, επί της οποίας απλούται η "Ήβη".

Η παρέα, η οποία εβαρύνθη να οργώνη το Σύνταγμα λέγει έξαφνα: "Ε δεν κατεβαίνουμε τώρα και στα Χαυτεία;". Και πηγαίνει κατ'ευθείαν ν'αράξη εις το "Πανελλήνιον".

Το παλαιόν όνομα, το οποίον έμεινεν από το ξενοδοχείον ή το πεταλωτήριον -δεν ενθυμούμαι καλά, ο φίλος μου κ.Καμπούρογλου θα ενθυμήται καλλίτερα-, κάποιου Χαύτα, επεξετάθη και επεκτείνεται ολονέν εις όλην την περιοχήν. Και από πρωίας μέχρις βαθείας νυκτός, η περιοχή αυτή είναι πλημμυρισμένη από τον ποικιλότερον κόσμον, παρουσιάζουσα μεγαλητέραν ζωήν και κίνησιν από κάθε άλλο μέρος των Αθηνών.

Είναι η πολυκοσμία, η μεγάλη τύρβη, ο θόρυβος, η ζάλη και ο ίλιγγος της πρωτευούσης. Μόνον ο ευρισκόμενος εις τα Χαυτεία ειμπορεί να σχηματίση την ιδέαν ότι αι Αθήναι μας είναι πλέον μεγαλούπολις με μισό εκατομμύριο κατοίκων.

Προ πάντων τας ώρας του απογεύματος και του δειλινού, όταν ροδίζουν τα υψηλά πατήματα των γύρω μεγάρων, σχηματίζονται συμπαγείς και αδιαπέραστοι ανθρώπιναι μάζαι. Άλλοι κάθηνται ολόγυρα εις τα λαϊκά καφενεία, άλλοι στέκονται όρθιοι εις μίαν στάσιν που νομίζεις ότι δεν θα το κουνήσουν ποτέ από εκεί, άλλοι περιφέρονται με βηματάκια νωθρά και κουρασμένα. Έχει τον χαρακτήρα μάλλον αναπαύσεως η συγκέντρωσις εκείνη του δειλινού, η πολυάσχολος εν τούτοις και πολυφροντίς.

Τα τραμ, τ'αμάξια, ταυτοκίνητα κυκλοφορούν με δυσκολία και μ'επιμόνους κωδωνισμούς ή ανυπόμονα σαλπίσματα δια μέσου των πυκνών εκείνων όγκων. Ο Χωρικός των Μεσογείων με την πουκαμίσαν του διαγκωνίζεται προς την κομψήν Ατθίδα, η οποία θα πάρη το τραμ δια ν’αναβή εις το Ντορέ∙ και ο Ανατολίτης με την ρεδιγκόταν του και το φέσι του, γειτονεύει προς τον κομψευόμενον Αιγύπτιον, ο οποίος κατοικεί εις τον "Ερμήν" κ'εστάθη εις την πλατείαν να δροσισθή με μίαν μπύραν. Ο αέρας λείπει, η ζέστη είναι πνιγηρά, μόνον εις την πολυκοσμίαν των χαμηλών Χαυτείων αισθάνεται κανείς το χαυνωτικόν καλοκαίρι των Αθηνών...»

(«Εφημερίς», Γρ.Ξενόπουλος, Ιούλιος 1913)
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #21  
Παλιά 11-07-13, 09:21
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...



(σ.σ. Βρισκόμαστε στο 1937. Προκαλεί ίσως μειδίαμα στον σημερινό αναγνώστη, το να διαβάζει προτάσεις όπως: "Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι". Καλά να το λέμε εμείς, αλλά να το λέγανε και τότε;! Κι όμως, ο λαμπρός δημοσιογράφος Δ.Ευαγγελίδης έχει δίκιο. Κάτι είχε αλλάξει και τότε. Σίγουρα τα πράγματα δεν ήταν πια όπως παλιότερα.

Οι περισσότερες ταβέρνες είχαν μεταλλαχτεί σε κοσμικές ταβέρνες. Το μενού είχε αλλάξει, "πλουτισμένο" με φαγητά και ποικιλίες γαλλικής επιρροής ή ακριβέστερα, γαλλικής επιγραφής. Έτσι, το ψητό Κρήτης είχε γίνει "ανιώ α λα παλληκάρ". Η μουσική δεν ήταν πια η ίδια. Η βιομηχανία δίσκων είχε φροντίσει για την πλήρη τυποποίησή της. Πού είχαν πάει οι κανταδόροι και οι αυθόρμητες παρέες; Αυτές είχαν γίνει πλέον "ατραξιόν". Μια φορά το χρόνο, στις Αποκριές, μπορούσες σίγουρα να βιώσεις τα παλιά χρόνια.

Το χρήμα έρεε άφθονο. Οι ταβερνιάρηδες είχαν γίνει πλέον επιχειρηματίες. Αλλά η πραγματική, αυθεντική ατμόσφαιρα είχε πετάξει οριστικά... "Καλύτερα να μη τα θυμάσαι, παρά να κάνεις παρωδίες"... τραγουδούσαν οι πραγματικοί, παλιοί Αθηναίοι, οι λεγόμενοι γκάγκαροι, παραπονεμένα...)

"Η πλακιώτικη ιστορική ταβέρνα εμφανίζεται "μεταμφιεσμένη". Ετούτες τις μέρες ξαναφορεί το παλιό κουστούμι της και προσπαθεί να δειχθή πάλι "σαν τότε". Απλή, πρωτόγονη, απέριττη, σμυρτοστόλιστη και σκινομυρωμένη, με τους ανορθόγραφους στίχους χαραγμένους απ'το τεμπεσίρι στα βαρέλια (σ.σ. κιμωλία με την οποία οι ταβερνιάρηδες έγραφαν τα βερεσέδια) και τις κιτρινισμένες λιθογραφίες του Νταβέλη και της Γενοβέφας, καρφωμένες στο μαυροκαπνισμένο τοίχο. Φιλοδοξεί να θυμίση το νοσταλγημένο, παληό εαυτό της, να ξαναγίνη σοβαρός παράγων της τραγουδισμένης αθηναϊκής γωνιάς, να ξαναπάρη τη θέσι της "στης Πλάκας τις ανηφοριές" και να ξαναμυρίση τη στιφή μυρωδιά του ρετσινιού.

Αγωνίζεται να γίνη πάλι "Καπηλειό", "Κρασοπουλειό". Γι'αυτό η πλακιώτικη ιστορική ταβέρνα παρουσιάζεται "μετημφιεσμένη" και παρατάει αυτές τις μέρες τη συγχρονισμένη της εμφάνιση για να ξαναφορέση το παληό της κουστούμι, σα ντόμινο πια.

Δέστε την απόψε. Ζήστε την οργανωμένη, την επιμελημένη της γραφικότητα. Είνε γεμάτη. Πνίγεται. Στον αέρα της κυκλοφορούν οι καπνοί των τσιγάρων που ανακατεύονται με την κνίσσα της ψημένης μπεκάτσας και με το ντόπιο άρωμα της σύγχρονης ταβερνοπούλας, που θυμίζει γκαρσόνα μαρσεγιέζικου μπαρ.

Η πελατεία μπορεί να κατηγορηθή για κέφι "εκ προμελέτης", κοσμικότης άψογη, ανακατεμένη με λαϊκό σικισμό. "Πτι γκρι" και φουστανάκια. Γνήσια μπριγιάν. Σνομπαρία. Σε μια γωνία κάποια γκαγκαραίικη παρέα. Οι μισοί έχουν πια ισόβιο χειμώνα στα μαλλιά. Οι άλλοι ζούνε την πρώτη άνοιξη της ζωής. Μια κιθαρούλα στα γόνατα ενός ακομπανιάρει διακριτικά:

"Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι
των ερώτων φαιδρά εποχή..."

Καντάδα με σουρντίνα. Μια ατίθαση κορώνα ξεπετιέται άξαφνα ορμητική και απειθάρχητη στον αέρα. Και το γκαρσόνι τρέχει με νεύρα προϊσταμένης αρχής:

-Μα δεν είπαμε σιγά;

Την ίδια στιγμή, ο ντιζέρ αναλαμβάνει να διακόψη το "μνημόσυνο".

"Σκότωσέ με
στη ζωή χωρίς εσένα τι να κάνω
σκότωσέ με
προτιμότερο για μένα να πεθάνω"

-Ώπλες! Ώπλες! Ενθουσιάζεται περιέργως με τον απειλούμενο φόνο ένα νεαρό δεσποινίδιον που καπνίζει πεπειραμένον.

Ώπλες! Ώπλες! επαναλαμβάνει το κόρο της παρέας.

-"Με κατέστρεψες" παραπονείται τώρα μελωδικώς ο ντιζέρ.

-Μούφαγες τα λεφτά μου! συνεχίζει ένας απ'την παρέα της νεολαίας και βουτάει το μαχαίρι απ'την πιατέλλα με τ'αρνάκι για να χορέψη ζεϊμπέκικο. Η ορχήστρα χαβάγια, σαντούρι και ακκορντεόν, παληά και νέα χρόνια ανακατωμένα, μαζί Ευρώπη και Μεταξουργείο, τον συνοδεύει πρόθυμα.

-Πολύ εντερεσσάν στη μπαναλιτέ του! κριτικάρει ένα "πτι-γκρι".

Επί τέλους παύει ο ντιζέρ και η γκαγκαραίικη παρέα αποτολμά νέο ψιθύρισμα καντάδας:

"Στον τόπο που σε πρωτοείδα
θε να φυτέψω μουσμουλιά..."

-Μνήσθητί μου Κύριε... Που πάνε και τα βρίσκουνε, αγανακτεί ο δανδίσκος.

Μ'όλο του το δίκηο ο Χριστιανός. Δεν του λέει τίποτε το τραγούδι. Που να τη φυτέψη τη μουσμουλιά; Στο χοροδιδασκαλείο;

Η παρέα αντιλαμβάνεται τη δυσφορία και αλλάζει από λεπτότητα το τραγούδι:

"Ξύπνα, ξύπνα, διότι χαράζει,
δεν ακούς τα πουλάκια που λαλούνε..."

-Πίσω μου σ'έχω Σατανά, μασάει μέσ'στα δόντια του ο νεαρός.

Κι 'έχει και πάλι δίκηο. Όταν χαράζει, η "Εκείνη" του γυρίζει στο σπίτι σκνίπα στο μεθύσι και "δεν ακούει τα πουλάκια που λαλούνε". Πως να τ'ακούση; Στ'αυτιά της έχει τυμπανοκρουσίες απ'το ουίσκυ. Ευτυχώς η επέμβασις του "ντιζέρ" γίνεται έγκαιρος:

"Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με
κι'αν έφτιαξα εγώ
τ'ομολογώ
μην κλαις αναίτια
ήταν μια τρέλλα μου
μια περιπέτεια
συγγνώμη σου ζητώ..."

Και έρχεται η σειρά του γερογκάγκαρη ν'αγανακτήση:

-Τι λέει; ρωτάει.

-Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρησέ με...

-Μέγας είσαι, Κύριε.

-Γιατί;

-Αυτά δεν είν'αντρίκια πράμματα παιδί μου!

***

Σιγά-σιγά αδειάζουν τα τραπέζια. Ο "ντιζέρ" χασμουριέται άκεφος και φοράει το παλτό του. Και μένει τελευταία η γκαγκαραίικη παρέα ν'αυτοσχεδιάζη:

"Φτωχά σοκάκια γραφικά
λουλουδιασμένα
είσαστε μελαγχολικά
λες και θυμόσαστε γλυκά
τα περασμένα

Μένει για σας ο ουρανός
νύχτα και μέρα σκοτεινός
μα κι'όταν ψιχαλίζη
κι'είνε θλιμμένος και βαρύς
θαρρείς
πως ο Θεός δακρύζει.

Καινούρια Αθήνα μου φτωχή
εσύ ποτέ δεν τάδες
γλέντια που κάναν ν'αντηχή
όλ'η παληά μας η εποχή
από καντάδες.

Καινούρια Πλάκα μου πεζή,
με το μοντέρνο μαγαζί
και με τις χορωδίες
μην τα θυμάσαι τα παληά
σταλιά
και κάνεις παρωδίες.

Κάτω στης Πλάκας τα στενά
τα σκοτεινά
στη γλάστρα γέρνει το γεράνι μαραμένο
κι'οι λεύκες ψιθυρίζουν σιγανά στα δειλινά
κάποιο παληό τραγούδι ξεχασμένο"

-Βίβα παιδιά!

-Στην υγειά μας!..."

(Δ.Κ.Ευαγγελίδης, Μάρτιος 1937, "Έθνος")

Πηγή: paliaathina.com
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην justin για αυτό το μήνυμα:
Xenios (11-07-13)
  #22  
Παλιά 13-07-13, 19:00
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
«Παις μικρός παίζων με τον πατήρ του...»



(Οι Παλιοί Αθηναίοι γνωρίζουν τον Κινηματογράφο)


Μέχρι το 1898 δεν υπήρχε κινηματογράφος στην Αθήνα. Μάλιστα, τα περιοδικά της εποχής έγραφαν ότι, αν κάποιος είχε τον τρόπο να προβάλει ταινία, θα δοκίμαζε μεγάλη έκπληξη βλέποντας τους Αθηναίους να τρέπονται σε φυγή, αφού θα νόμιζαν ότι βρίσκονται σίγουρα προ μιας «εισβολής φαντασμάτων» στην πόλη! Θα επακολουθούσαν δε σε κάθε περίπτωση αγιασμοί κι εξορκισμοί για να φύγουν τα κακά και πονηρά πνεύματα.

Αλλά και το 1898 που έγινε η πρώτη πραγματική προβολή στο «Βαριετέ», τα πράγματα πολύ λίγο διαφοροποιήθηκαν:

«Μετά ολιγόλεπτον αναμονήν, τα φώτα έσβυσαν, η πλατεία του θεάτρου εβυθίσθη εις σκότος και το μυστηριώδες κουτί, φωτιζόμενον από ένα ερυθρόν λαμπτήρα, ήρχισε να βρυχάται. Όλοι εστράφησαν προς αυτό περιδεείς. Μια φωνή εξερράγη εις τα πρώτα καθίσματα.

– Ανοίγει η αυλαία...

»Και η μεν αυλαία δεν είχε ανοίξει, αλλά το ρυπαρόν πανί δεν υπήρχε πλέον εις την θέσιν του. Το είχε διαδεχθή ένα ημιδιαφανές κακοφωτισμένον τελάρο, όπισθεν του οποίου εκινούντο παράδοξες μουτζούρες και σκιές... Ελαφρός ψίθυρος ηγέρθη εις την πλατείαν. Οι Αθηναίοι απελάμβανον την πρώτην ταινίαν...».

Με αυτό τον παραστατικό τρόπο θα μας περιγράψει ο χρονογράφος το γεγονός. Φυσικά, με τέτοια κακή ποιότητα εικόνας, οι Αθηναίοι δεν ξαναπάτησαν και η επιχείρηση ναυάγησε.

Οι πρώτοι χώροι όπου παρουσιάστηκε με επιτυχία κινηματογραφικό θέαμα, ήταν η πλατεία Συντάγματος και το Ζάππειο. Φορητά μηχανήματα στήνονταν, το καλοκαίρι κυρίως, στα καφενεία του Ζαχαράτου και της Αίγλης κι από το 1904 που πρωτολειτούργησαν, συγκέντρωναν πολύ κόσμο με τις συστηματικές προβολές τους. Οι προβολές αυτές συνεχίστηκαν μέχρι το 1915. Από το 1906 έγινε πιο οργανωμένη προσπάθεια στο «Αττικόν», όπως αναφέρει ο Καιροφύλας στο βιβλίο του «Η Αθήνα και οι Αθηναίοι», με προβολή μικρής διάρκειας ταινιών, πρωτόγονης ποιότητας και περιεχομένου!

Οι σκηνές ήταν «οικογενειακού και εξοχικού βίου» κι ελλείψει υποτίτλων στα ελληνικά, ένας υπάλληλος του θεάτρου είχε αναλάβει την επεξήγηση των σκηνών στο φιλοθεάμον κοινό: «Παις μικρός παίζων με τον πατήρ του...». Η ίδια η σάλα του θεάτρου ήταν πτωχική, ενώ στην είσοδο, ένας βρομιάρης κράχτης χτυπούσε συνεχώς ένα κουδούνι προσκαλώντας το κοινό στο θέαμα!

Ήδη από το 1907, αφού διαπιστώθηκε ότι το είδος έχει πέραση, άρχισαν να λειτουργούν στην Αθήνα 30 πρόχειροι, καλοκαιρινοί κινηματογράφοι, ενώ τα θέατρα, για να μη χάσουν πελατεία, πλούτιζαν τις παραστάσεις με μικρής διάρκειας προβολές, πέραν του κανονικού προγράμματος. Το 1911, οι ευρωπαϊκές ταινίες με γαλλικούς υποτίτλους είχαν κατακλύσει την Αθήνα.

Μέχρι το 1925, που καθιερώθηκαν οι ελληνικοί υπότιτλοι, ο νεαρός περιγραφέας των σκηνών του έργου ήταν απαραίτητος. Δίπλα του προστέθηκε ένα πιάνο. Αργότερα, ολόκληρη ορχήστρα, για μεγαλύτερη δραματοποίηση του έργου!

Το 1913 χτίστηκε το «Παλλάς» στη Σταδίου κι έτσι ξεκίνησαν και κανονικές, χειμερινές προβολές. Ακολούθησαν το «Νέον», το «Ροζικλαίρ» κ.ά. Το 1920, σύμφωνα με τον «Οδηγό του Ιγγλέση», λειτουργούσαν 6 χειμερινοί κινηματογράφοι και 4 θερινοί. Το 1938 οι χειμερινοί είχαν φτάσει τους 26 και οι θερινοί ξεπερνούσαν τους 60!

Η μικρή αυτή εισαγωγή θα βοηθήσει καλύτερα τον αναγνώστη να καταλάβει την αξία του άρθρου που ακολουθεί και που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» το 1912. Σε πολλά σημεία ο άγνωστος αρθρογράφος έχει προβλέψει σωστά:

«Δεν υπάρχει πλέον πλατεία, οικόπεδον, ανοικτός χώρος, εις τον οποίον άνθρωποι άφωνοι και σιωπηλοί, βυθισμένοι μέσα εις το σκότος, να μη παρακολουθούν αγωνιωδώς τας εικόνας που εναλάσσονται γοργά επάνω εις ένα πανί τεντωμένον μεταξύ δύο παλουκιών.

Ο κινηματογράφος δεν ώρμησεν ακόμη εις την κρεβατοκάμαράν μας. Αλλά παντού αλλού ήλθε, εκάθησε, εγκαθιδρύθη ως κατακτητής. Πηγαίνομεν ταπεινοί υπήκοοι και αδιαμαρτύρητοι να του προσφέρωμεν τον κεφαλικόν φόρον που μας ζητεί.

Μέχρι τινός είχε κάποιαν υπερηφάνειαν. Ήθελε μίαν μεγάλην και κεντρικήν πλατείαν, ένα θέατρον που να χωρή πολύν κόσμον. Τώρα καταλήφθη από μανίαν δημοτικότητος. Δεν εννοεί ν'αφήση γωνίαν. Έφθασεν εις τον Άγιο Παντελεήμον, κατέβη εις την Νέαν Σφαίραν, εσκαρφάλωσεν εις την Δεξαμενήν και κάμνει λουτρά εις το Παλαιόν Φάληρον.

Φεύγει εμπρός του κατησχυμένος ο Καραγκιόζης πλέον. Έως τώρα υπέφερε πολύ από τον κινηματογράφον το άλλο θέατρον, το έμψυχον. Θιασάρχαι και ηθοποιοί διεμαρτύροντο ότι είνε αδύνατον να συναγωνισθούν προς τους σιωπηλούς αυτούς καλλιτέχνας, οι οποίοι επάνω εις το πανί παριστάνουν ολόκληρα δράματα χωρίς να ζητούν μισθόν. Έγειναν μάλιστα και διαβήματα να σταματήση εις κάποια λογικά όρια ο χάρτης των κατακτήσεων του κινηματογράφου.

Αλλά τώρα, το θηρίον αυτό, αφού έφαγε το θέατρον ετράπη προς τον Καραγκιόζην. Ιδού ότι τον εξεπάτωσε από την Δεξαμενήν εις την οποίαν χρόνια τώρα είχε στημένην την έδρα του. Γύρω από τον σταθμόν του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου, δύο θεατράκια κινδυνεύουν να κλείσουν. Και εις το Παλαιόν Φάληρον, όπου άλλοτε κάποιος Καραγκιόζης συνώδευε με την παράξενην φωνήν του το ψιθύρισμα των κυμάτων, εγκατεστάθη κινηματογράφος και Καραγκιόζης δεν τολμά να ξεμυτίση πλέον.

Εις την κρεβατοκάμαράν μας (σ.σ. σαν να προαισθάνεται κάτι και επιμένει) δεν εισήλθεν ακόμη ο κινηματογράφος. Αλλά ότι θα αποτελέση μέρος του προγράμματος των εσπερίδων που δίδονται εις τα σπίτια, δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα του είμεθα ευγνώμονες αν ξερριζώση τουλάχιστον και το πόκερ».

(Πράγματι τα επόμενα χρόνια γέμισε η Αθήνα μικρά μηχανήματα προβολής εικόνων, κυρίως Γαλλικής προέλευσης, και ήταν ιδιαίτερα της μόδας οι ιδιωτικές προβολές στα κοσμικά σαλόνια)

Πηγή: paliaathina.com
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #23  
Παλιά 14-07-13, 19:28
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Βαρβάκειος Αγορά- Ποια είναι η απίστευτη ιστορία του «στομαχιού της Αθήνας» ;;;



Με ιστορία περίπου 150 ετών η Βαρβάκειος Αγορά έχει ταϊσει όλη την Αθήνα. Δημιουργήθηκε χάρη στον εθνικό ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη και αποτελεί το πιο αληθινό -και αποκαρδιωτικό συχνά- δείκτη της ευημερίας της χώρας. Καθώς παραδοσιακά τέτοιες εορταστικές μέρες κατακλύζεται από πολίτες για τις αγορές τους, ανατρέχουμε στην ιστορία της.



Το 1874 ο Δήμος της Αθήνας είχε ήδη συνειδητοποιήσει την ανάγκη να αποκτήσει τη δική του Δημοτική Αγορά, με τον δήμαρχο Παναγή Κυριακό να είναι αποφασισμένος για την ανέγερσή της. Μέχρι τότε λειτουργούσε σε παράγκες στις παρυφές της αρχαίας αγοράς, στο τέρμα της σημερινής οδού Αιόλου, στη ρωμαϊκή αγορά και στο Γυμνάσιο του Αδριανού,. Το βασιλικό διάταγμα που όριζε τον τόπο ανέγερσης εξεδόθη το 1876 ενώ με τη δωρεά του Βαρβάκη ξεκίνησαν οι εργασίες το 1878, όμως οι καθυστερήσεις ήταν τεράστιες. Βρισκόμαστε εκείνη την εποχή στο χώρο που βρίσκεται ανατολικά της Βαρβακείου όπως την ξέρουμε σήμερα, οι εργασίες προχωρούν, όμως μια πυρκαγιά έρχεται να προκαλέσει αναστάτωση και περισσότερες καθυστερήσεις. Συγκεκριμένα, στις 8 και 9 Αυγούστου 1884 καταστράφηκαν οι παράγκες της παλαιότερης Αγοράς (της περιόδου της Τουρκοκρατίας) που λειτουργούσε ακόμη τότε στα ανατολικά της Βιβλιοθήκης του Αδριανού.



Η ανάγκη να επισπευσθούν οι εργασίες ήταν επιτακτική και έτσι άρχισαν να επιταχύνονται οι εργασίες στην οδό Αθηνάς, Η Νέα Αγορά ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε στην πόλη το 1886 ενώ υποβλήθηκε και σε ανακαίνιση μεταξύ των ετών 1979-1996. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά το σεισμό του 1880 βρέθηκε σε βάθος 60 εκατοστών άγαλμα της θεάς Αθηνάς, πάνω σε βάθρο. Θεωρείται ότι η Αθηνά του Βαρβακείου είναι πιστό σε σμίκρυνση αντίγραφο της χρυσελεφάντινης Αθηνάς του Παρθενώνα, λαξεμένη κατά τους ρωμαϊκούς πολέμους.



Ο χάρτης της Βαρβακείου


Σήμερα μπορεί να βρει κανείς ότι επιθυμεί για το τραπέζι του μέσα στην πολύβοη αγορά της Αθήνας. Κρέατα κάθε λογής, ψάρια, φρούτα και λαχανικά, μπαχάρια και ξερούς καρπούς από κάθε γωνιά της Ελλάδας σε κάθε δυνατή ποικιλία και τιμή. Το αλισβερίσι με τους εμπόρους είναι γοητευτικότατο και απολύτως ενημερωτικό. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Κρεαταγοράς στη Βαρβάκειο Κλεάνθης Τσιρώνης: «Το κρέας είναι σαν το λουλούδι, δεν αγοράζεις το πιο θαμπό και μίζερο λουλούδι από τον ανθοπώλη. Διαλέγεις το πιο ζωηρό. Το ίδιο και με το κρέας. Το καλό κρέας μιλάει από μόνο του», έλεγε στην Athens Voice. Ο Τσιρώνης αποτελεί πραγματική μορφή της αγοράς και διακρίνεται για το σύγχρονο πνεύμα του και τους νεωτερισμούς του. Είναι αυτός που ενθάρρυνε και βοήθησε καταλυτικά την Εθνική Λυρική Σκηνή και τους Atenistas (φωτό κάτω) για να πραγματοποιήσουν μια σπάνια βραδιά όπερας μέσα στην Κρεαταγορά, συγκεντρώνοντας 4.000 ενθουσιώδεις θεατές.



Το 85% των πελατών είναι τακτικοί, έχουν κάνει πια τις γνωριμίες τους, έχουν τους σταθερούς πάγκους που ψωνίζουν ξέρουν που να απευθυνθούν για ευκαιρίες, πότε θα φέρει κάθε πωλητής το πιο εκλεκτό προϊόν του.



Τη δική του μοναδική γαστρονομική ιστορία έχουν και τα μαγειρεία της Αγοράς που μπορούν να ταϊσουν τους πεινασμένους της πόλης οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Ο πατσάς είναι το σήμα κατατεθέν μαζί με τα υπέροχα μαγειρευτά που σε κάνουν να κολλάς επί ώρα μπροστά στη βιτρίνα μέχρι να διαλέξεις τί θέλεις. Φημισμένα είναι βέβαια ο Παπανδρέου που σερβίρει πατσά στην αγορά εδώ και 60 χρόνια, αλλά και το «Οινομαγειρίο η Ήπειρος» με τη φημισμένη μαγειρίτσα. Παραδίπλα βέβαια βρίσκεται και το φημισμένο ρεμπετάδικο «Η Στοά των Αθανάτων». Στα τραπέζια αυτά κάθισαν και κάθονται πολλοί επώνυμοι, ενώ οι παλαιότεροι δεν μπορούν να ξεχάσουν τη Μελίνα Μερκούρη, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Βασίλη Τσιτσάνη...

http://www.travelstyle.gr
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην Xenios για αυτό το μήνυμα:
justin (14-07-13)
  #24  
Παλιά 16-07-13, 15:40
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Συνεντεύξεις συνέχεια

Μελίτα Αδάμ: Ιστορίες από την γειτονιά της...



Η αναφορά στο 1919 ενεργοποίησε τον αθηναιογράφο μέσα μου, ο οποίος με έφερε μια Κυριακή πρωί στον Πολυχώρο Τέχνης «Αλεξάνδρεια», στην οδό Σπάρτης της πλατείας Αμερικής. Η πρόσκληση έλεγε: «Ο εκδότης Κ.Μ. Ζαχαράκης και η Μελίτα Αδάμ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου: «Ιστορίες από την γειτονιά μου και… λίγο παραπέρα. Κυψέλη 1919-1959» κλπ. κλπ.…».

Σαν γνήσιος Έλληνας φρόντισα ν’ αργήσω λιγάκι και… Είναι δυνατόν; Πλήθος κόσμου πολιορκούσε το ιστορικό σπίτι του Καραγάτση, πασχίζοντας να χωρέσει στην αίθουσα εκδηλώσεων. Εξυπακούεται ότι σαν αυθεντικός Έλληνας, όχι μόνο πέρασα μπροστά, αλλά και διεκδίκησα επιτυχώς κάθισμα.

Η εκδήλωση από μόνη της ήταν μια ευχάριστη αποκάλυψη. Δεν άργησα να πιάσω τον εαυτό μου να προσέχει περισσότερο τους παρευρισκόμενους Κυψελιώτες και τις αντιδράσεις τους, παρά την παρουσίαση του βιβλίου αυτή καθ’εαυτή. Τι νοσταλγία ήταν αυτή, Θεέ μου! Όλοι αναγνώριζαν στις προβαλλόμενες εικόνες έναν φίλο, μία συμμαθήτρια, μια δασκάλα, τον παντοπώλη, τον μανάβη, τον ταβερνιάρη, τον καλοκαιρινό κινηματογράφο, ένα παλιό γειτονικό νεοκλασικό, το σχολείο, το τραμ, το τύπου «γκαζοζέν» λεωφορείο, το περίπτερο της γειτονιάς και τόσα άλλα ενθυμήματα νιότης και όχι μόνο.

Ζήλεψα, μια και έζησα τα παιδικά μου χρόνια σε μια μη γειτονιά: πλατεία Ρηγίλλης (Λεωφ. Βασιλίσσης Σοφίας).

Στην παρουσίαση με επανέφερε η ζεστή φωνή της Ευγενίας Φακίνου που, σα να διηγιόταν παραμύθι, θυμήθηκε τα δικά της παιδικά χρόνια στη φτωχική Κυψέλη όταν, μεταξύ των άλλων, συνόδευε τη νοσοκόμα μητέρα της στα χαμόσπιτα της Άνω Κυψέλης για την ένεση «κατ’ οίκον».

Σε ένα απλό σπίτι της οδού Φαιδριάδων της Άνω Κυψέλης λοιπόν, συνάντησα κι εγώ, μερικές μέρες αργότερα, την συγγραφέα Μελίτα (όνομα που πήρε από τη γιαγιά της Μέλη-Μελιττινή ή Μελισσινή) Αδάμ. Πατέρας από τη Σμύρνη, μητέρα από την Τραπεζούντα, σύζυγος Πλακιώτης αλλά από το 1938 Κυψελιώτης, τι άλλο συνδυασμό να περιμένει κανείς για έναν χείμαρρο αναμνήσεων που συνοδεύουν τα αφηγήματα και τις ποιητικές συλλογές της, οι οποίες ξεκινούν από το 1984 και συνεχίζουν μέχρι σήμερα.

Η ιστορία μιας συνοικίας

-Πώς κι’ επιλέξατε το 1919 σαν χρονική απαρχή της έρευνά σας;

-Είναι η χρονιά της επίσημης χωρογραφικής κατανομής της συνοικίας.

-Ξέρετε αγαπητή κυρία ότι με το νέο σας βιβλίο ανοίγετε ένα νέο μονοπάτι στην λαογραφία της πόλης μας; Φεύγετε από τη γενική θεώρηση και επικεντρώνεστε στη συνοικία… και τι συνοικία! Δεν ξέρω αν κάποιος άλλος συγγραφέας έχει προχωρήσει στο παρελθόν σε κάποιο παρόμοιο εγχείρημα. Σίγουρα όμως θα ήταν ευτύχημα να ακολουθήσουν ιστορίες και από άλλες συνοικίες.

-Να είστε σίγουρος, αγαπητέ, ότι δεν στοχεύω σε λογοτεχνικές διακρίσεις ούτε αποβλέπω να δρέψω καλλιτεχνικές δάφνες. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Δεν έκανα τίποτα άλλο, παρά να συρράψω γεγονότα και αναμνήσεις που άλλοι μου εμπιστεύτηκαν.

-Δηλαδή;

-Η ασθένεια του αγαπημένου μου άντρα Γιάννη, τον κρατούσε για πολλά χρόνια καθηλωμένο σπίτι. Οι στενοί του φίλοι δεν τον ξεχνούσαν. Σχεδόν κάθε βράδυ είχαμε συντροφιά. Κυρίαρχο θέμα συζήτησης: η πολυαγαπημένη γειτονιά, η Κυψέλη μας με τους ανθρώπους της, τα σπίτια της, πιο αρχοντικά από την πλατεία και κάτω προς την Πατησίων, πιο λαϊκά όσο ανέβαινες προς την Άνω Κυψέλη, γεμάτα γλάστρες με κάθε λογής λουλούδια και το απαραίτητο πηγάδι στη μέση της αυλής. Τέλος, με τα καθημερινά στιγμιότυπα που δημιουργούσε η ζωή στη συνοικία. Ο άνδρας μου ήταν τελικά εκείνος που με παρότρυνε να βρω ένα τρόπο να τα καταγράψω όλα αυτά.

-Ήταν εύκολη αυτή η αναζήτηση;

-Δεν θα έλεγα. Η σχετική βιβλιογραφία που έψαξα στις βιβλιοθήκες ήταν απελπιστικά μικρή. Αναγκάστηκα να μεταβληθώ σε ρεπόρτερ. Για χρόνια γύρναγα καφενεία, αγορές, σπίτια, σχολεία, όπου φανταζόμουν ότι θα βρω πρόθυμους νοσταλγούς. Νοσταλγούς του τρίπτυχου Πόλεμος-Κατοχή-Εμφύλιος, νεότερους που δεν είχαν ξεχάσει τις άπειρες συζητήσεις στα καφενεία, τις φάρσες, τα κόρτε, τα ξενύχτια ακόμη και τις καντάδες και φυσικά, τις νεότερες γενιές της Φωκίωνος Νέγρη και του στυλ διασκέδασης με το οποίο ταυτίστηκε. Ευτυχώς, οι πιο πολλοί ήταν συνεργάσιμοι και μαζεύτηκε ένα πολυσύνθετο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον υλικό που γέμισε πιο εύκολα απ’ ό,τι φανταζόμουν τις 290 σελίδες του βιβλίου.

Ένα βιβλίο σε 4 μέρη

-Πώς έχετε ταξινομήσει όλο αυτό το υλικό;

-Σε 4 μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζεται η ταυτότητα της συνοικίας, οι κυψελιώτικες οικογένειες, τα σχολεία, η διασκέδαση των μεγάλων αλλά και τα παιχνίδια των μικρών, τα καταστήματα και οι επιχειρήσεις, τα καφενεία και οι ταβέρνες, τα σινεμά και τα θέατρα, και να μην ξεχάσουμε ακόμη τους γραφικούς τύπους της Κυψέλης. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται ανθρώπινες ιστορίες μέσα από τα γεγονότα που επηρέασαν την εξέλιξη της περιοχής, ιστορίες που φωτίζουν τον ψυχισμό των κατοίκων της. Στο τρίτο μέρος παρουσιάζονται επαγγέλματα που έσβησαν, ενώ το τελευταίο μέρος είναι αφιερωμένο στους δρόμους, τις πλατείες, τα άλση και τους ναούς της περιοχής. Να συμπληρώσω, βέβαια, ότι μπόρεσα και μάζεψα πάρα πολλές φωτογραφίες, τόσο απαραίτητες σε ένα τέτοιο λεύκωμα.

-Τελικά μας προκύψατε και μια καλή ρεπόρτερ. Το βιβλίο είναι γεμάτο μικρές, χαριτωμένες λεπτομέρειες, όπως είναι π.χ. η χαρά των μαθητών του σχολείου όταν έβρεχε και φούσκωνε ο τότε χείμαρρος της Φωκίωνος Νέγρη, με αποτέλεσμα να γλυτώνουν μάθημα όσοι ευτυχούσαν να κάθονται στην απέναντι μεριά της Κυψέλης!

-Δεκάδες ωραίες τέτοιες εικόνες. Η κυρά-Φροσύνη, η προξενήτρα της γειτονιάς με τις ειδικές τεχνικές της, η κουτσομπόλα της γειτονιάς παραδίπλα, ο κουρέας παρακάτω που ό,τι του σιγοψιθύριζες έβγαινε προς τα έξω προτού τελειώσεις το ξύρισμα, οι «κλειστές» ανδροπαρέες που την «έβρισκαν» στα πολυάριθμα κουτουκάκια, να μην ξεχάσουμε και τον περαματάρη που σε έπαιρνε στην πλάτη και σε πέρναγε από το βάθους 1,5 μ. χείμαρρο της Φωκίωνος. Και φυσικά την πλατεία της Κυψέλης, πλατεία Κανάρη για τους λόγιους, που μεταβαλλόταν τα καλοκαίρια στο απόλυτο κέντρο διασκέδασης. Χαζεύοντας σχοινοβάτες, ακροβατικά, χορευτικά, με συνοδεία γλυκό του κουταλιού, παγωτό ξυλάκι ΕΒΓΑ και το αγαπημένο «υποβρύχιο».

Η ζεστασιά της συνομιλήτριας, το παγωμένο άσπρο κρασί, αλλά και οι νοσταλγικές αναμνήσεις που ξεχειλίζουν από το θαυμάσιο βιβλίο, έχουν φτιάξει μια άλλη ατμόσφαιρα στο ψηλοτάβανο, γεμάτο βιβλία, δωμάτιο. Ο αμείλικτος όμως χρόνος και χώρος στην ιστοσελίδα συγκεκριμένος…

Σαν παραμύθι

-Αγαπητή φίλη καλοτάξιδο το καινούργιο σου ξεχωριστό βιβλίο, πολλά ευχαριστώ γι’αυτή μας τη συνομιλία.

-Εγώ ευχαριστώ, και μην ξεχάσεις να τονίσεις στους δικούς σου αναγνώστες ότι δεν έγραψα ούτε ιστορία ούτε τουριστικό οδηγό. Απλά έτσι, σαν παραμύθι, αναθυμήθηκα μαζί με φίλους το χτες.

Και επειδή, αγαπητοί φίλοι, το παραμύθι στις εποχές που ζούμε πρέπει να είναι εικονογραφημένο, βάλτε λίγη μουσική, ίσως κάτι του Χατζιδάκι, και ξεφυλλίστε σαν σε φωτογραφικό λεύκωμα τις εικόνες που ακολουθούν:



Πηγή: paliaathina.com
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #25  
Παλιά 16-07-13, 16:24
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Αρχική Δημοσίευση από justin Εμφάνιση μηνυμάτων
Συνεντεύξεις συνέχεια

Μελίτα Αδάμ: Ιστορίες από την γειτονιά της...
Φυσικά γειτονιά της είναι η Κυψέλη και η Μελίτα είναι καλή φίλη.

'Ημουν στην παρουσίαση του βιβλίου της με πλήρη τίτλο «Ιστορίες από την γειτονιά μου και ... λίγο παραπέρα, Κυψέλη 1919-1959».

Μία από τις φωτογραφίες μου, από την παρουσία του βιβλίου της :

__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #26  
Παλιά 17-07-13, 09:00
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Αγία Μαρίνα: Το πανηγύρι της Αθήνας



Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Κάτω από τον βράχο του Αστεροσκοπείου Αθηνών, χτισμένο σ’ ένα χαμηλότερο πέτρωμα, φάνταζε, παλιότερα, το γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, της προστάτιδας των παιδιών. Από τη δεκαετία του 1920 ορθώθηκε στη θέση του η περήφανη εκκλησία που κοσμεί σήμερα την πρωτεύουσα. Την ημέρα της γιορτής της, στις 17 Ιουλίου, γινόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια το μεγαλύτερο πανηγύρι της Αττικής. Την ώρα της Λειτουργίας μεταλάβαιναν τα άρρωστα παιδάκια. Από την παραμονή κατέφθαναν στολισμένες σούστες και τετράτροχα, μακριά αμάξια και κάρα φορτωμένα με προσκυνητές από τα γύρω χωριά της Αθήνας, με παραγεμισμένα κοφίνια, με φαγώσιμα και λάδι σε μπουκάλες, με κεριά μεγάλα, που τα είχαν τάξει, πρόσφορα και λιβάνι, για να βάλουν στα καντήλια και να θυμιατίσουν την Παναγία.

Οι διάφοροι κτηματίες και πολλοί γεωργοί συνήθιζαν να πρωτοκόβουν σταφίδα, μαύρη και φρέσκια, από τ’ αμπέλια τους και να τη φέρνουν στην εκκλησία να μοιρασθεί στους προσκυνητές. Οι χωρικοί κατέβαζαν από τα οχήματά τους ψάθες, κουρελούδες και καθαρά τσουβάλια και τα έστρωναν τριγύρω από την εκκλησία καθώς και στον βράχο της, αλλά και στη μεγάλη αυλή της για να ξενυχτήσουν. Οι προσκυνητές αυτοί μαγείρευαν στα καμινέτα του οινοπνεύματος όλα τους τα φαγώσιμα. Τα πάντα στολισμένα, ενώ οι κηπουροί των Πατησίων, της Κολοκυνθούς, του Βοτανικού, της Κηφισσιάς, του Μαρουσιού, του Χαλανδρίου κουβαλούσαν προς πώληση εκατοντάδες γλάστρες με φουντωτούς και μυρωδάτους ψηλούς βασιλικούς.
Σε πρόχειρες παραγκούλες τηγάνιζαν μπακαλιαράκια με χυλό, πατάτες με συκωτάκια και μαύρη μαρίδα, πολλές δε ψησταριές με κοκορέτσια, γαρδούμπες και σπληνάντερα προκαλούσαν τους πιστούς με τις γαργαλιστικές τους ευωδιές. Ένα απέραντο πανηγύρι, μια πραγματική γιορτή με λατέρνες, ρομβίες, καμιά φορά και πίπιζες με νταούλια που ξεκούφαιναν τον κόσμο.

Πηγή : Μικρός Ρωμηός
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση
  #27  
Παλιά 18-07-13, 21:40
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Συνεντεύξεις

Ένα είναι τ’όνομα: ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ



Ποιος δεν ξέρει την πλατεία Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου. Κάποτε pour le plaisir des yeux, ήταν πλημυρισμένη γλάστρες και λουλούδια, λίγο αργότερα pour le plaisir du gout προστέθηκε και ο γνωστός σε όλους τους κιμπάρηδες «Κώστας» με τα σουβλάκια του. Σήμερα, η πλατεία ανακαλύφθηκε από καφετέριες που την ζωντανεύουν με τη νεολαία τους και την «πνίγουν» με τα τραπεζάκια τους.

Και όμως, πίσω ακριβώς από το ιερό του ναού ορθώνεται ένα ζωντανό μουσείο. Το νεοκλασικό παραδοσιακό κτίσμα του 1838 με την επιβλητική του παρουσία και τις βιτρίνες μιας άλλης εποχής, μπορεί να περνά απαρατήρητο στη νεολαία που διασκεδάζει σε απόσταση αναπνοής, όχι όμως και στον αθηναιογράφο που, με σεβασμό και -γιατί να το κρύψουμε- λίγο τρακ, περνά το κατώφλι του.

Εδώ διακινήθηκε από το 1925 ό,τι σχετίζεται με το κέντημα, το πλέξιμο και το ράψιμο. Εδώ η Ελλάδα, από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη, γνώρισε τις γαλλικές κλωστές DMC, εδώ εταιρείες-θρύλοι από Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία παρακαλώ, όπως SCHIRER και PRYM, έστελναν τις καλύτερες συλλογές των προϊόντων τους. Ένα είναι τ’όνομα: ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ. Ο ιδρυτής Ηλίας και οι άξιες κόρες του, Χρυσούλα και Μαρία.

Μοναδικό μαγαζί από κάθε άποψη! Κατ’αρχάς, αναρωτιέσαι, μπαίνοντας, σε πια περίοδο της Παλιάς Αθήνας βρίσκεσαι. Στην περίοδο του Όθωνα; Τα γαλόνια των στρατιωτικών σου θυμίζουν τις εντυπωσιακές στολές των Βαυαρών που τις πέρασαν και στους δικούς μας. Στην Ρομαντική περίοδο; Κάποιες batista από την Αυστρία υποκλίνονται μεγαλόπρεπα. Στην Belle Époque; Φυσικά αυτές είναι δαντέλλες valencienne. Και έρχονται κάποια μανικετόκουμπα του 1936 να σου θυμίσουν ότι υπήρχε και περίοδος Μεσοπολέμου. Ποιος νοιάζεται για χρονολογίες μπροστά σε χιλιάδες είδη που απλώνονται από το δάπεδο μέχρι το ταβάνι (πεντάμετρο παρακαλώ!);

Αφού περάσουν κάποια δευτερόλεπτα προσαρμογής, ψάχνεις να βρεις τις δυο αδελφές· αρχόντισσες μιας άλλης εποχής. Χωμένες μέσα σε βελονοσιδερικά, κουμπιά, κορδέλες και αμέτρητα άλλα είδη, σε υποδέχονται με ένα χαμόγελο γεμάτο ζεστασιά και ειλικρίνεια. Η σκέψη μου πετάει γρήγορα σε κάποιες διαφημίσεις της Παλιάς Αθήνας που παίνευαν την εντιμότητα του τάδε εμπόρου… κοσμητή της αγοράς, οι ευγενείς τρόποι του οποίου υποχρέωναν τον μουστερή (όπως έλεγαν τότε τον πελάτη). Ιδού λοιπόν και η προσωποποίηση του ορισμού του εμπόρου μιας άλλης εποχής.

Με αναλαμβάνει η κυρία Μαρία. Η κυρία Χρυσούλα είναι αφοσιωμένη στο laptop και προσπαθεί να βρει πώς ενεργοποιείται ο διαβολεμένος ήχος!

Αμέτρητα είδη…

Πρώτη ερώτηση: -Πόσα είδη έχετε σ’ αυτό το μαγαζί;

-(γελάει) μονολεκτική απάντηση: Αμέτρητα. Μέχρι και η εφορία πείστηκε και μας πιστοποίησε κάποιες απαλλαγές…

Το μάτι μου περιπλανιέται στην υποτιθέμενη αναρχία των δεκάδων χιλιάδων ειδών και παραλλαγών, έτσι όπως σκαρφαλώνουν τους ψηλούς τοίχους. Η κυρία Μαρία με «διαβάζει»…

-Είτε το πιστεύεις είτε όχι, επικρατεί απόλυτη τάξη. Δεν υπάρχει περίπτωση να μας ζητήσουν κάτι και να μη το βρούμε αμέσως.

Χαμογελώ. Ο νους μου πάει στην έκφραση: «Ψάχνει ψύλλους στ’ άχυρα». Η κυρία πάλι με διαβάζει και μου πιάνει μια βελόνα σχεδόν πιο ψιλή και από τρίχα. Για πολύ ψιλές χάντρες σχολιάζει, ανταποδίδοντας το χαμόγελο. Αφήνω τα χαμόγελα και καταγίνομαι με την ιστορία του μαγαζιού.

Η ιστορία του μαγαζιού

-Το μαγαζί του πατέρα μας ήταν πράγματι μοναδικό στο είδος του, γιατί εκπροσωπούσε τα καλύτερα εργοστάσια. Απασχολούσε 9 υπαλλήλους και μία ταμία κι εξυπηρετούσε μόνο πελάτες χονδρικής. Καθημερινά, το πολιορκούσαν γυναίκες που είχαν κατεβεί για ψώνια στην Ερμού και τα πέριξ, αλλά δεν αφήναμε να μπουν μέσα, γιατί θα γινόταν το απόλυτο αδιαχώρητο.

-Οι γυναίκες εκείνης της εποχές έμεναν πολύ στο σπίτι και ασχολούνταν με το κέντημα, το πλέξιμο και το ράψιμο. Ο πατέρας μας (στην παρέα μας έχει προστεθεί και η κυρία Χρυσούλα που έλυσε εντωμεταξύ το πρόβλημα του ήχου) είχε μια μονομανία με την ποιότητα. Πάντα ήθελε το καλύτερο και ει δυνατόν κατ’αποκλειστικότητα. Σχεδόν πάντα τα κατάφερνε, γιατί πλήρωνε.

-Θυμάμαι ακόμη, δεν ήμουν καλά-καλά 20 χρονών, και με έστειλε στην Διεθνή Έκθεση της Λειψίας για αγορές. Ακόμη αναρωτιέμαι πώς με άφησε η αυστηρή μητέρα μας. Μοναδική οδηγία, να φέρω συλλογές κατ’αποκλειστικότητα. Με πολύ τρακ γύρναγα από περίπτερο σε περίπτερο και αντί άλλης εισαγωγής, ήθελα να βεβαιωθώ από τους έκπληκτους αλλά καθόλα χαμογελαστούς εμπόρους ότι μου έδιναν ό,τι πιο ακριβό. Φυσικά ο πατέρας μας όχι μόνο με συγχάρηκε, αλλά είχε να το λέει για το προχωρημένο γούστο μου!

-Μη τα βλέπετε όλα αυτά σαν ψιλολόγια, υπάρχουν π.χ. δαντέλες guipurt σε ύφασμα, που κοστίζουν 300 Ευρώ το μέτρο! Στη χονδρική, συμπληρώνει η κυρία Χρυσούλα.
Θωμάς Σιταράς: Για πέστε μου λιγάκι, τώρα που διευρύνατε το μαγαζί και στη Λιανική, τι πελάτες έχετε;

-Εκτός από τους μεμονωμένους πελάτες: οίκους μόδας, οίκους νυφικών και ενδυματολόγους θεάτρου και κινηματογράφου που βρίσκουν σε μας ό,τι χρειάζονται για να αναπαραστήσουν πειστικά περασμένες εποχές.

Θωμάς Σιταράς: (Η κυρία Μαρία γελάει ξαφνικά) Γιατί γελάτε;

-Θυμήθηκα, όταν γυριζόταν το φιλμ «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», οι παραγωγοί αφού σήκωσαν το μαγαζί και έμειναν απόλυτα ικανοποιημένοι, επέμεναν πιεστικά, σαν εξπέρ της Παλιάς Αθήνας που είμαστε, να τους βρούμε και τη Λατέρνα! Τους τη βρήκαμε τελικά κι’αυτή.

-Φαντάζομαι ότι, σαν γνήσιες Ατθίδες, γεννηθήκατε κάπου εδώ κοντά…

-Το πατρικό μας ήταν στου Ψυρρή, οδός Αγαθάρχου 7. Ένα τριώροφο αρχοντικό που, επειδή ξεχώριζε, το αποκαλούσαν το «Μέγαρο». Όλη η συνοικία είχε δυο «Μέγαρα»: το δικό μας και εκείνο του Καλημέρη, που είχε μάλιστα και ιδιωτικό εκκλησάκι, την Αγία Παρασκευούλα, όπως αποκαλούσαμε χαϊδευτικά την Αγία Παρασκευή.

Θωμάς Σιταράς: Μια τελευταία ερώτηση που ίσως ενδιαφέρει τους αναγνώστες: Τι επαγγέλλετο ο Κος Καλημέρης;

-(πλατειά χαμόγελα και απ’ τις δυο) Ψαρέμπορος!

Θωμάς Σιταράς: ΚΥΡΙΕΣ μου, σας ευχαριστώ γι’αυτή μας τη συνομιλία.

Πηγή: paliaathina.com
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #28  
Παλιά 20-07-13, 09:44
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Συνεντεύξεις...

Δημήτρης Λούκας: Ένας γκάγκαρος ευπατρίδης, θυμάται…



Κάθε φορά που βλέπω τον Δημήτρη Λούκα, τον ζηλεύω λιγάκι. Ψηλός, ευθυτενής, καλογυμνασμένο σώμα που θα το ζήλευε και ένας πιτσιρικάς, ψαρά μαλλιά, με ένα απίστευτο λέγειν· με λίγα λόγια όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν τις παλιές μας Ατθίδες –όπως αποκαλούσαν παλιά τις Αθηναίες-, να αναστενάζουν με νόημα. Δικαιολογημένα λοιπόν είχα καθυστερήσει μια συνέντευξη μαζί του, παρόλο που γνώριζα ότι είναι γκάγκαρος Πλακιώτης. Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του δεύτερου βιβλίου μου, «Πόθοι και πάθη στην Παλιά Αθήνα, 1834-1938» σκόπευα να του ζητήσω εκμυστηρεύσεις γύρω από τα ερωτικά δρώμενα στη γειτονιά των Θεών. Και ιδού η ευκαιρία! Τελικά όμως, όπως θα διαπιστώσετε και εσείς, για άλλα πηγαίναμε και αλλού καταλήξαμε…

Πλάκα, σπίτια, άνθρωποι

-Κύριε Λούκα, να ξεκινήσουμε λιγάκι με τα ανέμελα παιδικά χρόνια.

-Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ γεννήθηκα στο Βοτανικό, όλη την παιδική μου ηλικία την έζησα στη Πλάκα: Άρεως 19. Όπως συνηθιζόταν εκείνες τις εποχές, για να αποφεύγονται οι άσκοπες μετακινήσεις, η δουλειά του πατέρα καθόριζε και τη συνοικία που έμενε η οικογένεια! Η δουλειά του πατέρα μου, Ηλία, ήταν ξεχωριστή: πρώτος εργολάβος οικοδομών. Αρχιτέκτονες δεν υπήρχαν τότε, οι εργολάβοι έκτιζαν τα σπίτια. Έχει κτίσει τη μισή Πλάκα!

-Ευκαιρία λοιπόν να μάθουμε και εμείς οι νεώτεροι, ποιο είναι το μυστικό κατασκευής που κάνει όλα αυτά τα παλιά νεοκλασικά, που θαυμάζουμε στις βόλτες μας, να διατηρούνται τόσο άριστα.

-Κανένα μυστικό! Απλά ένας επιτυχής συνδυασμός κάποιων «υλικών» που δύσκολα βρίσκεις σήμερα. Οι αριστοκράτες και οι μεγαλοαστοί, διέθεταν χρήματα για να «βγει» η οικοδομή μια κι έξω. Πλήρωναν αμέσως κι’ αυτό επέτρεπε στον εργολάβο να διαλέγει τους καλύτερους μαστόρους. Έμπειρους τεχνίτες, που αγαπούσαν αυτό που έκαναν και ήταν υπερήφανοι για το έργο τους. Δεν γινόταν καμιά οικονομία στα υλικά. Διάλεγαν με προσοχή τα καλύτερα και φυσικά ούτε να διανοείσαι την κλοπή από τον εργολάβο. Έτσι μόνο η μια κατασκευή έφερνε την άλλη. Απλή η συνταγή (μου λέει γελώντας)... Έπειτα, πρόσεχαν και την παραμικρή λεπτομέρεια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι, όταν τελείωνε η οικοδομή, φώναζαν ένα καλλιτέχνη που ζωγράφιζε τα ταβάνια, ενώ ο σιδεράς δεν ξεχνούσε ποτέ τις δυο στρογγυλές προσθήκες στο μπαλκόνι για να περνάει το κοντάρι της σημαίας! Ας μη ξεχνάμε ακόμη τα διακοσμητικά αγαλματάκια και τα καλαίσθητα ακροκέραμα. Ξέρεις, παλιά όλοι οι μαστόροι ανήκαν σε αυστηρά οργανωμένες συντεχνίες, τα λεγόμενα ρουφέτια, και ο καθένας ελεγχόταν για το έργο του. Όλα αυτά, δυστυχώς, ξεχάστηκαν μετά τον πόλεμο. Να σκεφτείς μόνο, ότι ο πατέρας μου υποβαθμίστηκε σε βοηθό εργολάβο, αφού τα πάντα πέρασαν σε αρχιτεκτονικές εργολαβίες νέου τύπου. Η οικογένεια, απομακρύνθηκε κι αυτή από την Πλάκα κι ανέβηκε στον Βύρωνα.

Η οικογένεια

-Ας περάσουμε λοιπόν στην οικογένεια.

-Η μητέρα μου, Καλομοίρα, ήταν δασκάλα από τη Σύρο. Αυστηρή μητέρα, το γνωστό τρίπτυχο Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια το είχε ελαφρώς μετατρέψει στα δικά μου μέτρα: Γράμματα, Θρησκεία, Πατρίδα. Θυμάμαι, μεγαλύτερος πια, ότι αγόραζε την «Καθημερινή», με έβαζε να διαβάζω το κύριο άρθρο και μετά να της πω τι κατάλαβα. Αν δεν έμενε ευχαριστημένη, ήμουν υποχρεωμένος να το ξαναδιαβάσω. Στο τέλος μου έλεγε: «Μπράβο, έτσι θα μάθεις να μιλάς και να γράφεις καλά Ελληνικά! Να μορφωθείς, να γίνεις σωστός άνθρωπος». Εξυπακούεται ότι και τα περισσότερα δώρα που έπαιρνα ήταν βιβλία. Κάθε Κυριακή, η οικογένεια εκκλησιαζόταν στην Αγία Τριάδα. Κι εδώ, η μητέρα μου δεν μ’άφηνε από τα μάτια της. «Πρώτα το σταυρό σου, και μετά φίλημα την εικόνα», μου υπενθύμιζε διαρκώς. Η εικόνα στο προαύλιο της εκκλησίας μετά την λειτουργία, ήταν ιδιαίτερα γραφική: Όλοι κρατούσαμε το αντίδωρο στο χέρι και οι μεγάλοι συζητούσαν τα κοινωνικά δρώμενα της εβδομάδας. Λόγω της δουλειάς του, ο πατέρας μου ήξερε πολύ κόσμο που τον χαιρετούσε με σεβασμό, πράγμα που με έκανε ιδιαίτερα υπερήφανο ανάμεσα στους συμμαθητές μου. Το μεσημέρι, μας περίμενε η καλή γιαγιά με το κρέας με πατάτες που είχε μαγειρέψει. Όχι σπάνια, μπαίναμε στην άμαξα και πηγαίναμε στην Ακρόπολη για βόλτα και μετά φαγητό στον «Κήπο του Παρθενώνος». Κάποια καλοκαιριάτικα απογεύματα, βλέπαμε κινηματογράφο «Χονδρό-Λιγνό», ενώ δεν μας έλειπε και ο πατέρας Σπαθάρης με τον Καραγκιόζη του και οι βόλτες στα Πλακιώτικα στενά και τις πλατείες.

Μια σκέψη περνά σαν αστραπή απ’ το μυαλό μου. Ανοίγω το βιβλίο μου «Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται» στη σελίδα 157 και διαβάζουμε μαζί μια παλιά καταχώρηση στον «Ραμπαγά»:

«ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΗΠΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΟΣ

όπου ήνοιξε καφενείον και ζυθοπωλείον υπό φιλόκαλον διεύθυνση, ήρχισε να φοιτά κόσμος εκλεκτός, ροφών εκεί την από Νέου Φαλήρου αύραν άνευ σιδηροδρομικής δαπάνης.

Είναι κήπος μοναδικός δι’ όλας τας ιδιοσυγκρασίας.

Θέλεις την απομόνωσιν και είσαι ρεμβώδης; Ιδού η σκιά των κυπαρίσσων σε καλεί υπό την μυστηριώδη σκέπην της.

Θέλεις ευωδίας μεθυστικάς και ποικιλίαν χρωμάτων; Ιδού λεμονέαι και πορτοκαλέαι και μωσαϊκόν ανθόσπαρτον εν ω πλειοψηφεί το χρώμα της ζωής και του έρωτος, το κόκκινον.

Εκεί και περιπάτους δύνασαι να κάμης και διά σμήνη παιδίων υπάρχει τόπος να παίζωσιν ελευθέρως, ζωογονούντα διά των ευθύμων παιγνίων αυτών την φύσιν, ενώ οι βάτραχοι του Ιλισσού ευλαβώς ακομπανιάρουν τας εκεί παιανίζουσας μουσικάς και τρύζει ποιητικώτατα το μαγγανοπήγαδον.

Ο ζύθος του είνε εξαίρετος και δύνασθε να πίνετε αυτόν αφθόνως μέχρις ου αρχίσητε να βλέπητε τας στήλας διπλάς ή τριπλάς. Είνε τούτο μέτρον πόσεως ασφαλές.

Αυγά περίφημα, τυρί παχύτατον, μεζέδες ποικιλώτατοι, γλυκύσματα και άλλα ποτά διάφορα. Καφές πλήρης ιδεών αντί δέκα, μόνον, λεπτών.

Ώστε στήλαι, ορίζων, βάτραχοι, Παρθενών, κόσμος καλός, τι άλλο θέλετε;»

Μετά την μικρή έκπληξη, ο ευγενικός συνομιλητής συνεχίζει:

-Το σπίτι μας δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο. Το χειμώνα μαζευόμασταν γύρω από την ξυλόσομπα, με τα επιβλητικά μαύρα μπουριά της. Ο πατέρας έδινε μεγάλη σημασία στην επιλογή των ξύλων, κάτι που τότε δεν είχα καταλάβει σε τι βοηθούσε. Πολύ σπάνια ανάβαμε μαγκάλι. Ήθελε ιδιαίτερη προσοχή και πολύς κόσμος πάθαινε ζημιές από τις αναθυμιάσεις. Στριμωγμένοι τον χειμώνα, αλλά απλωμένοι το καλοκαίρι στην όμορφη αυλή μας, γεμάτη γλάστρες, αλλά και πάγκους! Μπορεί εγώ να ήμουν μοναχοπαίδι, αλλά ο πατέρας μου είχε 11 αδέλφια, και όταν μαζευόταν όλο το σόι, δεν πέφταμε κάτω από 40 άτομα. Η αυλή μας είχε την τιμητική της το Πάσχα, με την τσίκνα από τ’αρνιά να φτάνει μέχρι τον ουρανό. Εγώ, βέβαια, έπαιρνα, όπως ήταν καθιερωμένο, και τα σχετικά παπούτσια απ’ τον νονό και γύρναγα για τη σχετική επίδειξη σ’όλη τη γειτονιά. Την Καθαρά Δευτέρα -άλλη φοβερή γιορτή κι αυτή-, οι χαρταετοί μας γύρναγαν όλη την Πλάκα! Ξέχασα να σου πω (μου λέει γελώντας), ότι όπως συνηθιζόταν τότε, κανείς δεν ερχόταν με άδεια χέρια. Και φυσικά, σ’εμάς τα παιδιά, δεν άρεσαν τόσο τα φαγιά που ερχόντουσαν, όσο τα γλυκά! Το καλοκαίρι τώρα, άλλες καταστάσεις. Το σπίτι, εννοώ η αυλή, γέμιζε συγγενείς και φίλους. Τα τραγούδια κάτω από την κληματαριά ακούγονταν σ’ολόκληρη την γειτονιά, ενώ τα καρπούζια έβγαιναν παγωμένα μπούζι απ’το πηγάδι. Στα διαλλείματα, τα παιδιά συναγωνιζόμασταν ποιος θα πει καλύτερα το ποιηματάκι του και να εισπράξει το πολυπόθητο χαρτζιλίκι για τις καραμέλες. Τι εικόνες, Θεέ μου! Η καλοκαιρινή αποθέωση, βέβαια, ήταν η κυριακάτικη εκδρομή μας στο Νέο Φάληρο. Επειδή κατέβαινε για μπάνιο όλο το σόι, ο πατέρας φρόντιζε και μας κατέβαζε φορτηγό! Πρώτα-πρώτα πηγαίναμε όλοι στην εκκλησία και ανάβαμε κεράκια να μας βοηθήσει ο Θεούλης που θα πέφταμε στη θάλασσα, να μην πάθουμε τίποτα. Ακολούθως πλατσουρίζαμε, εξυπακούεται στα ρηχά, και μετά… η απόλυτη ευωχία: επίσκεψη στο ΑΚΤΑΙΟΝ. Παγωτά και γλυκά για τους μεγάλους. Πορτοκαλάδες και «υποβρύχια» για τα πιτσιρίκια.

-Απ’ό,τι καταλαβαίνω, αρκετά στριμωγμένο σας είχε η μαμά.

-Σε γενικές γραμμές, οπωσδήποτε, αλλά έκανα κι εγώ τα δικά μου, όποτε μου δινόταν η ευκαιρία. Φυσικά και ανήκα στη συμμορία της Αγίας Τριάδας. Οι ορκισμένοι εχθροί μας, και ας πηγαίναμε στο ίδιο Δημοτικό, ήταν τα παιδιά που μένανε στην γειτονική ενορία της Μεταμόρφωσης. Πού μας έχανες πού μας έβρισκες, παίζαμε πετροπόλεμο σε κάθε ευκαιρία. Επικίνδυνος χαμός, αφού καμιά φορά σπάγανε και κεφάλια. Μια φορά, ο φίλος μου ο Γιάννης, έφερε και σφεντόνα. Για κακή μας τύχη, με την πρώτη του αδέξια προσπάθεια αντί να χτυπήσει το κεφάλι του μισητού αντίπαλου, έσπασε το παράθυρο ενός γείτονα. Για ακόμη πιο κακή μας τύχη, ο γείτονας με αναγνώρισε και το ‘πε στον πατέρα μου. Για την απόλυτη οδυνηρή μου τύχη, με έδειρε με την λουρίδα, όπως συνηθίζετο άλλωστε…

Τολμώ μια φαινομενικά αθώα ερώτηση.

-Από έρωτες, πως τα πήγαινε η γειτονιά;

-(γελάει) Όπως τα γράφεις στο βιβλίο σου. Ήσυχη γειτονιά, ελεγχόμενες καταστάσεις. Κάτι βέβαια έπιανε το μάτι μας, και σε μας τα μικρά. Μην ξεχνάς, πηγαίναμε ακόμη Δημοτικό, αλλά λίγα και αποσπασματικά. Θα σου πω όμως κάτι, μια που φαίνεται ότι σε ενδιαφέρει ιδιαίτερα το θέμα: Γινόντουσαν πολλά προξενιά! Και παραδόξως, γινόντουσαν πολλά «περάσματα» από το δικό μας σπίτι, παρόλο που δεν διέθετε νύφη. Φαίνεται η μητέρα μου έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης σαν παλιά δασκάλα. Για μένα όλες αυτές οι προετοιμασίες, τα πήγαιν’-έλα, τα φαγητά και φυσικά τα γλυκά, ήταν καθόλα ευπρόσδεκτα!

-Ας έρθουμε στα νεώτερα. Και ας ξεκινήσουμε με τον Παναθηναϊκό.

-Έπαιζα αμυντικός στην ομάδα του Παναθηναϊκού μαζί με τον Σταφυλίδη και προπονητή τον Μπαλτά. Όχι όμως για πολύ. Με τράβηξε ο στίβος: Σφαίρα, Δίσκος, Ακόντιο. Ίσως οι αναγνώστες σου θυμηθούν τον πρωταθλητή Γιαταγάνα, με τον οποίο κάναμε κοινή προπόνηση. Απεφοίτησα της Σχολής Ικάρων. Υπηρέτησα σαν αξιωματικός στην Αεροπορία και δίδαξα για πάνω από 25 χρόνια στη Σχολή. Σπούδασα στην ΑΣΟΕΕ και στο ΠΑΝΤΕΙΟ, Οικονομικά και Κοινωνιολογία. Στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μάλιστα, δίδαξα για 4 χρόνια.

Δεν τον αφήνω να συνεχίσει, γιατί ο χώρος δεν επαρκεί. Οι δραστηριότητες πολλές, το συγγραφικό και διδακτικό έργο μεγάλο. Η κυρία Καλομοίρα πρέπει να είναι υπερήφανη για το βλαστάρι της. Να αναφέρω μόνο, ότι είναι πρόεδρος και ψυχή της Ένωσης Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού που, ως ελληνικός σύνδεσμος της Παγκοσμίου Ένωσης FIJET στο Παρίσι, έχει συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη του Τουρισμού στη χώρα μας.

-Κύριε Δημήτρη, σας ευχαριστώ γι’αυτή μας τη συνομιλία.

Πηγή: paliaathina.com
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
  #29  
Παλιά 22-07-13, 16:48
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Ζάχος Χατζηφωτίου - Τα εν οίκω… εν Δήμω



Ποιος δεν ξέρει τον Ζάχο Χατζηφωτίου; Άνθρωπος της «παλαιάς σχολής». Όποια πέτρα και να σηκώσεις θα τον βρεις από κάτω. Συγγραφέας (από το 1973 έχει γράψει 32 βιβλία!), δημοσιογράφος, χρονογράφος, κοσμικογράφος. Έχει «καπαρώσει» στο google.gr το «Ζάχος» για τον εαυτό του και ακολουθούν 4.150 αναφορές στο πρόσωπό του, ενώ στο Yahoo διαβάζεις 7.280 αναφορές για την «αφεντιά» του… Και λίγες είναι!

Ο άνθρωπος είναι από τους λίγους θνητούς που μπορεί να ισχυριστεί: «Έζησα όπως ήθελα. Θυελλωδώς καλά!». Γκάγκαρος Αθηναίος μεγαλοαστός που έζησε τα άγουρα χρόνια σε μια Αθήνα ρομαντική και γοητευτική, γλεντζές και μέγας εραστής, τζέντλεμαν και κοσμοπολίτης, ραλίστας, εκδότης, εφοπλιστής, αντιδήμαρχος. Τέσσερις γάμοι που πέρασαν στην ιστορία και πάνω από 10 παράσημα για τον θεότρελο παρορμητικό 17άρη, που έφυγε για να πολεμήσει στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής.

Εμείς όμως δεν θα μιλήσουμε ούτε για τα ώριμα, ούτε για τα αμαρτωλά χρόνια του Ζάχου Χατζηφωτίου. Σαν «Παλιά Αθήνα» μας ενδιαφέρουν οι αναμνήσεις των άγουρων χρόνων του. Τότε που οι γειτονιές στην Πόλη ήταν σαν σκηνικό Θεάτρου…

Τα άγουρα χρόνια

-Γεννήθηκα το 1923 στην Πλάκα, θα ξεκινήσει την αφήγησή του ο γοητευτικός μας συνομιλητής. Το σπίτι μας, ένα δίπατο νεοκλασικό αρχοντικό, «έβλεπε» στη μικρή πλατεία που είναι το μνημείο του Λυσικράτη γνωστό και σαν φανάρι του Διογένη. Ο πατέρας Γιώργος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους χονδρεμπόρους υφασμάτων στην Αθήνα. Το μαγαζί του, Ερμού 56, έσφυζε από κίνηση όλη μέρα. Στο σπίτι δεν τον βλέπαμε πολύ, εγώ και η μεγαλύτερη αδελφή μου∙ η μέρα του ήταν η Κυριακή.

Η μητέρα μου Πολυτίμη, ήταν καθηγήτρια των Αρχαίων Ελληνικών στο Αρσάκειο (σ.σ. Τότε το Αρσάκειο ήταν στην Πανεπιστημίου, εκεί όπου στεγάζεται σήμερα το Συμβούλιο της Επικρατείας). Εξυπακούεται ότι, σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες του συντηρητισμού εκείνης της εποχής, με το που παντρεύτηκε τον πατέρα μου σταμάτησε να δουλεύει και είχε πια μόνο έναν μαθητή: εμένα! Σε νεαρή ακόμη ηλικία ήξερα όλα τα έργα των Αρχαίων Κλασσικών, συν τα Γαλλικά και Αγγλικά που έκανα... Αυστηρή μητέρα!

-Πέστε μου δυο λόγια για τη γειτονιά σας στην Πλάκα.

-Ήσυχη γειτονιά, που γινόταν ακόμη πιο ήσυχη αφού δεν με άφηνε η μητέρα μου να κυκλοφορώ στους δρόμους. Ήξερα βέβαια ότι, όπως συνηθιζόταν τότε, τα πιο ζωηρά αγόρια έπαιζαν πετροπόλεμο με τους «εχθρούς» άλλων συνοικιών. Αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να σας περιγράψω τίποτε απ’ αυτές τις «μάχες», εκτός βέβαια από κάποιες εικόνες νεαρών «πολεμιστών» που γύριζαν στους δρόμους με σπασμένα κεφάλια, ενώ από πίσω τούς κυνηγούσαν με τσιριχτά και απειλές οι μανάδες τους! Το δικό μου «στρατηγείο» ήταν το θεόρατο μπαλκόνι μας. Από κει «επιθεωρούσα» κάθε μέρα τα δρώμενα της ήσυχης γειτονιάς μας. Πρώτα-πρώτα το εντυπωσιακά μεγάλο κάρο που μάζευε δυο φορές την εβδομάδα τα σκουπίδια∙ ακολουθούσε η παπλωματού, η χορταρού, ο ακονιστής και πολλοί άλλοι γυρολόγοι. Τέλος, φυσικά, οι γείτονες με τα ατελείωτα πήγαιν’έλα τους. Ήμουν και τυχερός. Το 1928 εγκαταστάθηκε ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας ο Καραγκιόζης του Χαρίδημου, και φυσικά από το λαμπρό θεωρείο μου δεν άφηνα παράσταση για παράσταση. Μια φορά την εβδομάδα είχαμε άλλη παράσταση. Ερχόταν το νερό στο σπίτι και μαζί μ’ αυτό ένας γεροδεμένος υπάλληλος του πατέρα μου, που ανέβαζε με τη βοήθεια μιας χειροκίνητης τρόμπας το νερό στο μεγάλο ντεπόζιτο της ταράτσας. Άλλο θέαμα κι’ αυτό! Το απόλυτο δώρο που πήρα σαν μικρό παιδί ήταν ένα ποδηλατάκι με βοηθητικές ρόδες πίσω, για να μην πέφτω. Αυτό σήμαινε και έξοδο από την κλεισούρα του σπιτιού. Πόσες φορές έκανα κάθε μέρα, πάνω-κάτω, το στενάκι του Αγίου Ανδρέα με το ποδηλατάκι μου, είναι αδύνατον να σας το πω!

Jour Fix

-Φαντάζομαι ότι το σπίτι σας συμμετείχε στην κοσμική ζωή της πόλης. Θυμάστε κάτι χαρακτηριστικό;

-Όπως συνηθιζόταν τότε, κάθε καθώς πρέπει σπίτι δεχότανε κοινωνικές επισκέψεις συγκεκριμένη μέρα της εβδομάδας, που τις ονόμαζαν jour fix. Η δική μας jour fix ήταν κάθε Πέμπτη αλλά, όπως φαντάζεστε, η αναστάτωση –για μας τα παιδιά πανηγύρι- των προετοιμασιών ξεκινούσε από την αρχή της εβδομάδας.

-Πως περνούσε η επίσημη αργία της Κυριακής;

-Με πολύ συγκεκριμένο «τελετουργικό». Πρώτα-πρώτα με εκκλησιασμό στη Μητρόπολη. Ο πατέρας ισχυριζόταν ότι ο καλός έμπορος εκκλησιάζεται στην ενορία όπου εδρεύει η επιχείρησή του, για να τον βλέπουν με επιπλέον συμπάθεια οι πελάτες του!!! Ακολουθούσε επίσκεψη στο καφέ-ζαχαροπλαστείο του Ζαχαράτου, στο Σύνταγμα. Αγαπημένη μου πάστα η τρούφα. Λίγο περπάτημα και επιστροφή στο σπίτι για το κυριακάτικο οικογενειακό, επίσημο γεύμα. Μοναδικός τακτικός μας επισκέπτης, ο Νίκος Τσελεμεντές που επέμενε να μας μαγειρεύει ο ίδιος κάτι θεσπέσια φαγητά. Τακτικός όπως ήταν, είχε φροντίσει από την αρχή της εβδομάδας να μας στείλει με σημείωμα τα υλικά που θα χρειαζόταν. Τον θυμάμαι σαν έναν πολύ ευγενικό άνθρωπο και πολύ ευχάριστο συνομιλητή.

Καλοκαίρια γεμάτα παιδικές περιπέτειες

-Τα καλοκαίρια με τη ζέστη μένατε στην Πλάκα;

-Πού να μείνεις καλοκαίρι στην Πλάκα… Το σπίτι γέμιζε φάκες για τα ποντίκια και δεν προλαβαίναμε να κυνηγάμε τις κατσαρίδες. Η μητέρα μου πάθαινε πραγματική υστερία. Φεύγαμε το Μάιο για το εξοχικό μας στην Κηφισιά και γυρίζαμε με βαριά καρδιά τον Οκτώβριο. Λέω βαριά καρδιά γιατί, για μας τα παιδιά, η Κηφισιά ήταν ο παράδεισός μας. Στους άδειους χωμάτινους δρόμους το ποδήλατό μου έκανε θραύση. Μου είχαν πάρει και πατίνια με ρόδες και τα πρωινά κάναμε πατινάζ στην πίστα της «Μπομπονιέρας». Το βραδάκι, σινεμά 8-10 πάλι στην «Μπομπονιέρα», ενώ δύο Σαββατοκύριακα το μήνα ανέβαινε και ο Αττίκ με το θίασό του. Στην Κηφισιά μπορούσα επιτέλους να παίξω και με άλλα συνομήλικα παιδιά∙ αγόρια και κορίτσια.

-Μια που αναφέρατε τον Αττίκ, πως ήταν οι επιθεωρήσεις στον Μεσοπόλεμο; Πηγαίνατε συχνά;

-Η καλύτερη διασκέδαση: Ποιοτικό υπερθέαμα με τα πιο έξυπνα κείμενα, Σακελλάριος, Γιαννακόπουλος, Λαζαρίδης και μουσική… «il rei del tango» ο μέγας Eduardo Bianco!

-Πέστε μου δυο λόγια για το «Θηρίο» μια που μιλάμε για την Κηφισιά.

-Εδώ θα σας απογοητεύσω, γιατί ανεβαίναμε στην Κηφισιά με το δικό μας αυτοκίνητο και τον σωφέρ μας, τον Θανάση. Του Θανάση του άρεσε να τα τσούζει πότε-πότε και στο δρόμο μας για την Κηφισιά, ήξερε ότι στο ύψος του «Παράδεισου» του Αμαρουσίου υπήρχε ένα ωραίο ταβερνάκι με ακόμη ωραιότερη ρετσίνα. Όταν φτάναμε λοιπόν στον «Παράδεισο», σταμάταγε το αμάξι και μονολογούσε: «Πω-πω, πάλι ζεστάθηκε τ’αμάξι». Ο πατέρας χαμογελώντας, ήξερε ότι, ώσπου να «κρυώσει» η μηχανή, ο κυρ-Θανάσης θα δοκίμαζε την αγαπημένη του κεχριμπαρένια. Για μένα, το αμάξι ήταν ένας διαφορετικός μαγνήτης και φρόντιζα συστηματικά να παίρνω μαθήματα και επεξηγήσεις από τον κυρ-Θανάση. Δεν άργησα στα 12 μου να το πάρω και να τ’οδηγήσω. Και ξέρεις -μου λέει γελώντας-, τ’αμάξια τότε ήταν δύσκολα…

Το βλέμμα μου ασυναίσθητα κοιτάζει τον τοίχο, γεμάτο με τα πιο εντυπωσιακά κύπελλα από τις συμμετοχές του συνομιλητή μου στα διάφορα ράλι.

-Ε, δεν ήσασταν και το πιο ήσυχο παιδί του κόσμου! Πόσα σχολεία αλλάξατε όταν ήσασταν μικρός;

-(γελάει με κάποια αυταρέσκεια) Ξεκίνησα το Δημοτικό στην Πλάκα, στη Σχολή Χιλλ. Ακολούθησε η Σχολή Μακρή που τότε ήταν στην Ιπποκράτους. Μετά έγινε Παρθεναγωγείο, μου λέει γελώντας. Μετά με «κλείσανε» στην «Κοργιαλένειο Σχολή» στις Σπέτσες και κατέληξα στο «Πειραματικό», όταν μέναμε πια στο Κολωνάκι.

-Πλάκα, Κηφισιά, Κολωνάκι, Φάληρο. Κύριε Χατζηφωτίου, έχετε κάνει το ολοκληρωμένο οδοιπορικό ενός συνεπή Παλιού Αθηναίου!

(γελάει)

-Για πέστε μου κανένα καλό Πλακιώτικο στέκι.

-Με την Τζένη (σ.σ. εννοεί την Καρέζη) πηγαίναμε πολύ συχνά στην ταβέρνα του Πιθακάκη. Φοβερές βραδιές. Αλλά δεν θα τη βρείτε, έχει γκρεμιστεί τώρα πια…

Ανήσυχη φυσιογνωμία ο κ.Χατζηφωτίου ρίχνει, ενώ μιλάμε, γρήγορες ματιές στο βιβλίο μου….

-Έχεις κάνει φοβερή δουλειά, μου λέει ξαφνικά. Που το βρήκες όλο αυτό το υλικό;

Ενώ του εξηγώ, το μάτι του πέφτει στη φωτογραφία της Ομονοίας με τις αρχαίες κολώνες, που ήταν κούφιες από μέσα και χρησίμευαν σαν αεραγωγοί του υπόγειου σταθμού, και τα αγάλματα με τις μούσες στις βάσεις τους…

-Ξέρεις, μου λέει, από πού βγήκε ο συσχετισμός του ονόματος Καλλιόπη με τις τουαλέτες; Στον υπόγειο σταθμό της Ομονοίας, οι τουαλέτες ήταν ακριβώς κάτω από το άγαλμα της μούσας Καλλιόπης. Έτσι οι ευφάνταστοι πρόγονοί μας αντί να πουν ότι πήγαιναν για την ανακούφισή τους, έλεγαν απλά: «πάω στην «Καλλιόπη»!!!

Όπως καταλαβαίνεις αγαπητέ αναγνώστη, ο άνθρωπος είναι ανεξάντλητη πηγή, αλλά και ο χρόνος δυστυχώς περιορισμένος.

Κύριε Ζάχο, σας ευχαριστώ γι’αυτή μας τη συνομιλία. Θα πρότεινα να κλείσουμε τη συνέντευξη αυτή με ένα νοσταλγικό τραγουδάκι, σε μουσική του Eduardo Bianco.



Πηγή: paliaathina.com
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην justin για αυτό το μήνυμα:
Xenios (22-07-13)
  #30  
Παλιά 24-07-13, 16:31
Το avatar του χρήστη justin
justin Ο χρήστης justin δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 01-02-24 08:20
Φύλο: Άντρας
Παλιά Επιστολή προς τον δήμαρχο Αθηναίων, Κώστα Κοτζιά No2



Σας παρουσιάζουμε σήμερα την δεύτερη από μια σειρά επιστολών που μας έστειλε ο φίλος μας Κ.Αποστολόπουλος. Οι επιστολές αυτές στάλθηκαν στο νεοεκλεγέντα, το 1934, δήμαρχο της Αθήνας, Κώστα Κοτζιά και παρουσιάζουν ανάγλυφα τα μικρά και μεγάλα προβλήματα που ταλάνιζαν τους κατοίκους αυτής της πόλης. Η σημερινή επιστολή προέρχεται από έναν κάτοικο του Θησείου.

«Εάν υπάρχει μια συνοικία δια την οποίαν θα έπρεπε να δείξουν εξαιρετικόν ενδιαφέρον οι εκάστοτε δημοτικοί άρχοντες, η συνοικία αυτή είνε το Θησείον. Και όμως, όχι μόνον η ωραία αυτή συνοικία έχει αφεθή εις το έλεος του Θεού, αλλά, θα έλεγε κανείς ότι, επί πλέον καταδιώκεται από έναν αμείλικτο δαίμονα.

Εκεί ρίπτονται καθημερινώς, κατά δεκάδες, τόννοι αποριμμάτων της πρωτευούσης, διότι τα περίφημα κάρρα του Δήμου δεν βρήκαν άλλο καταλληλότερον μέρος!

Η συνοικία αυτή χάρις εις την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν και μόνον, είνε μία των ωραιοτέρων συνοικιών και θα έπρεπε να είνε το στόλισμα της πρωτευούσης, δια δύο, κυρίως, λόγους:

Πρώτος λόγος, ο και κυριώτερος, είνε ότι, κατά τας νύκτας των κυνικών καυμάτων του θέρρους, εις την συνοικίαν αυτήν καταφεύγουν οι οικογενειάρχαι όλων των συνοικιών της πρωτευούσης μετά την οικογένειάν των, δια να αναπνεύσουν ολίγον καθαρόν αέρα. Εννοούμεν τους οικογενειάρχας εκείνους, οι οποίοι αδυνατούν να υπάγουν εις την Κηφισιάν ή εις τα Φάληρα και οι οποίοι εξ ακοής μόνον γνωρίζουν την ύπαρξιν της Γλυφάδας.

Δεύτερος σοβαρός λόγος, δια τον οποίον θα έπρεπε να τύχη ιδιαιτέρας προσοχής, είνε οι περιηγηταί, οι οποίοι την διασχίζουν καθημερινώς καθ’ομίλους μεταβαίνοντες εις τον Παρθενώνα!

Τι εντυπώσεις αποκομίζουν οι περιηγηταί αυτοί, οι οποίοι δια να προσκυνήσουν τον ιερό μας βράχον, είνε υποχρεωμένοι ν’αντικρύσουν τας αηδίας μιας πρωτογόνου καταστάσεως;

Το Θησείον, ως εκ της θέσεώς του, θα έπρεπε να είνε ένα δεύτερον Ζάππειον, από απόψεως καθαριότητος και πρασίνου, διότι μετά το Τατόι και το Ζάππειον, εκείνο είνε το μάλλον ενδεδειγμένον δια ν’αποτελέση τον τρίτον ευεργετικόν πνεύμονα των Αθηνών.

Τι να πούμε δια τους δρόμους; Τι να πούμε και δια το αίσχος της γέφυρας του ηλεκτρικού, εις το οποίον προσετέθη και το αίσχος των προσφυγικών παραγκών;

Από την γέφυραν μέχρι του εργοστασίου Πουλοπούλου, ο δρόμος… γιοκ δρόμος! Δεν υπάρχει δρόμος! Υπάρχουν μονοπάτια, υπάρχουν γιδόστρατα, υπάρχουν βουνά από σκουπίδια που φθάνουν μέχρι της πόρτας μιας ωραίας εκκλησιάς, υπάρχει οποιοδήποτε αίσχος δύνασθε να φαντασθήτε, αλλά δρόμος δεν υπάρχει!

…Από τον κ.Κοτζιάν αναμένομεν να προσέξη περισσότερον τας συνοικίας, οι κάτοικοι των οποίων τον εψήφισαν με φανατισμόν…

Ένας κάτοικος Θησείου»

Πηγή: paliaathina.com
__________________
Έως αν τον έτερον προπέσειν
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην justin για αυτό το μήνυμα:
Xenios (24-07-13)
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 
Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι σε λειτουργία

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 13:55.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.